Συνέντευξη στην Δήμητρα Αθανασοπούλου
Ο Χρήστος Χωμενίδης αποκαλύπτεται στην “P”! Είναι μια από τις πρώτες Τρίτες του Σεπτέμβρη. Το ραντεβού με τον Χρήστο Χωμενίδη έχει κλειστεί στο «Ντεζιρέ», σε ένα από τα παλαιότερα ζαχαροπλαστεία του αθηναϊκού κέντρου.
Τον βρίσκουμε να περιμένει γιατί ο σχολικός αγιασμός της μικρής Νίκης τελείωσε νωρίτερα από το προσδοκώμενο. Ανήκει στους λίγους που μιλούν όπως γράφουν. «Θέλω, άρα υπάρχω». Σε αυτό το παραφρασμένο καρτεσιανό μότο -λέει- συνοψίζεται το νόημα της ζωής του. Είναι καταιγιστικός.
Οι λέξεις του τρέχουν σχεδόν αυτόνομα σαν να μην του ανήκουν εξολοκλήρου ενώ εκείνος μεταπηδά αριστοτεχνικά από το ένα θέμα στο άλλο. Μοιάζει να ήρθε σε αυτό τον κόσμο για να αφηγείται ιστορίες με τρόπο καθηλωτικό. Ίσως γι’ αυτό μας φέρνει στο νου περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο γραφιά το λακανικό αξίωμα πως το ασυνείδητο είναι δομημένο όπως η γλώσσα.
Η δική του γλώσσα δείχνει τόσο αναρχική όσο και συγκροτημένη. Ξεδιπλώνει στην Politik τους συλλογισμούς του για την πολιτική, την Εκκλησία, την απώλεια, την τέχνη. « Θα πρέπει να πετάξουμε στα σκουπίδια την παρελθοντολάγνα αισθηματολογία» υποστηρίζει διασαφηνίζοντας πως θα πρέπει να απολαμβάνουμε τη ζωή και να ζούμε διονυσιακά. Μας αποκαλύπτει σχεδόν ερήμην του τις διαδρομές -τεχνικές της μετουσίωσης των ενορμήσεων του- όπως τις περιέγραψε ο Φρόιντ-στον κοινωνικά αναγνωρισμένο σκοπό της συγγραφής.
Παραμένει από τους ελάχιστους Έλληνες που μπορούν να ζουν από τα βιβλία τους. Ο ίδιος ομολογεί πως είναι των γήινων ηδονών και πως αν δεν έγραφε θα είχε γίνει πιθανόν gambler ή φαρσέρ. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, ως αναπάντεχος multitasker, κάνει αστεϊσμούς με τους θαμώνες του καφέ και με διαφόρους συνομιλητές του στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.
Τη συνέντευξή μας διακόπτει κάποια στιγμή ο Αντώνης Σαμαράς. Για να τον χαιρετήσει θερμά και να δηλώσει πως διάβασε απνευστί τον Φοίνικα. Αυτό είναι πλέον και το αγαπημένο παιδί του Χρήστου Χωμενίδη, το πιο ευπώλητο απ’ όλα… ακόμα και από τη Νίκη του, την ιστορία της μητέρας του- το όνομα της κόρης του.
-Μπορεί ο συγγραφέας να ξεφύγει από το φύλο του; Υπάρχει γυναικεία και ανδρική γραφή όπως έλεγε η Ντυράς;
«Υπάρχει γυναικεία και ανδρική γραφή. Υπάρχει λευκή και μαύρη γραφή. Υπάρχει γραφή των ψηλών και μικρόσωμων ανθρώπων, γραφή εκείνων που τρώνε πολλά γλυκά και εκείνων που δεν τρώνε. Η γραφή σου διαμορφώνεται από το πώς ζεις, αλλά τι σημασία έχει; Εγώ στο Φοίνικα με κάθε ευκαιρία περιγράφω τι τρώνε. Γιατί μου αρέσει να τρώω».
-Αν δεν γράφατε, τι θα κάνατε;
«Θα τρελαινόμουν. Δεν μου αρκεί αυτή η ζωή, θέλω και μια άλλη ζωή. Δεν θα μπορούσα να επιβιώσω χωρίς να έχω αυτή τη δημιουργική δραστηριότητα. Αν δεν έγραφα θα ήμουν gambler ή θα μου είχε καρφωθεί στο κεφάλι να βγάλω πολλά λεφτά ή να κάνω πολλές τηλεφωνικές φάρσες».
-Η ιδιότητα του συγγραφέα σας βοήθησε να μεταβολίσετε ενδογενείς ροπές και φόβους και ίσως να διαχειριστείτε ακόμα και την απώλεια;
«Ναι! Όταν σου συμβαίνουν πολύ τραγικά πράγματα η τέχνη σε βοηθά να τα μεταβολίσεις. Και όχι με τον προφανή τρόπο απαραίτητα. Αλλά και με πιο αναπάντεχους τρόπους».
-Σας ακούω τόση ώρα να εκφράζεστε καταιγιστικά. Μιλάτε τελικά όπως γράφετε;
«Η μαμά της κόρης μου λέει “δεν μπορώ να διαβάσω τα βιβλία σου γιατί αισθάνομαι πως μου τα λες στο αυτί”. Ναι, γράφω όπως μιλάω. Αλλά δεν μπορεί να ισχύει απόλυτα. Και αν ισχύει δεν σημαίνει πως γράφω σε ρυθμό υπαγόρευσης. Σε καμία περίπτωση. Μου παίρνει μια ημέρα -ένα εξάωρο- για να γράψω 500 λέξεις. Γιατί επαναδιατυπώνω συνέχεια το κείμενο και βρίσκω ιδέες και λύσεις».
-Ολοκληρώνετε λοιπόν ένα μυθιστόρημα χωρίς τις συνήθεις επιστροφές στο αρχικό κείμενο;
«Μ’ αρέσει αυτή η ερώτηση γιατί ξέρω πως υπάρχουν συγγραφείς που κάνουν μια πρώτη γραφή, μετά μια δεύτερη και μια τρίτη γραφή. Επεξεργάζονται δηλαδή ξανά το κείμενο. Εγώ από τη στιγμή που το τελειώνω την πρώτη φορά είναι τελειωμένο. Γιατί μου παίρνει τόση ενέργεια και χρόνο για να γράψω μια παράγραφο, που ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να γράψω. Όσο πιο εύκολα διαβάζεται κάτι, τόσο πιο δύσκολα έχει γραφτεί. Είναι ένας κόσμος που μοιάζει με τη ζούγκλα του Αμαζονίου. Πρέπει να πας πολύ αργά και προσεκτικά, ν’ ανοίγεις δρόμο για τον εαυτό σου και να έχεις τα μάτια σου 14 για να μην πέσεις σε κάποια μαύρη τρύπα και σε ρουφήξει».
-Πού έχει τις ρίζες της η ιδέα του Φοίνικα;
«Εδώ και δεκαετίες κλωθογύριζε μέσα μου η ιστορία του Σικελιανού και της Εύας. Αλλά δεν της είχα δώσει μορφή! Η πρώτη σκέψη μου έχει μεγάλη απόσταση από το Φοίνικα που έγραψα. Το συζήταγα με την Άννα Πατάκη, την εκδότριά μου που είναι μάνατζέρ μου και προπονήτριά μου. Της στέλνω κάθε κεφάλαιο που γράφω. Κάποια στιγμή έγραψα νεράκι τέσσερις σελίδες. Και ήξερα πως αυτό που έγραψα ήταν το σωστό. Δεν περίμενα πως ο Φοίνικας θα πήγαινε καλύτερα από τη Νίκη. Ένας φίλος μου έδωσε μια ενδιαφέρουσα εξήγηση και κατάλαβα. Η Νίκη ήταν ένα αριστοκεντρικό βιβλίο, αφορά την περίοδο του εμφυλίου. Ο Φοίνικας όμως είναι εθνική αφήγηση. Πρωταγωνιστεί η βενιζελική Ελλάδα. Όταν τελείωσα το Φοίνικα δεν ήξερα αν με ενδιέφερε να ξαναγράψω. Το βιβλίο αυτό είναι το μυαλό και η ψυχή μου. Έγινε όχημα για να γράψω τόσα πράγματα για μένα».
-Πώς ένας συγγραφέας μπορεί να ξέρει ποια εκδοχή της ιστορίας του είναι η σωστή;
«Το ξέρει. Είναι εκείνη που του αρέσει περισσότερο. Άστρο λαμπρό με οδηγεί κάποια στιγμή. Δεν ξέρω γιατί. Αλλά το ξέρω. Βλέπω το αστέρι στον ουρανό και πηγαίνω. Κάθε κεφάλαιο που γράφω το στέλνω στην Άννα Πατάκη, την εκδότριά μου-στη μάνατζέρ μου. Είναι ο coach μου, ο προπονητής μου».
-Πότε αντιληφθήκατε για πρώτη φορά την ιστορία της οικογένειας σας που αποτυπώθηκε στη Νίκη;
«Ήμουν δέκα όταν οι γονείς μου μου διηγηθήκαν την ιστορία της Ελλάδας»
«Η πολιτική πρέπει να στελεχωθεί από ανθρώπους που έχουν ψηθεί στην πιο πρακτική καθημερινότητα»
-Εσείς θα αναλαμβάνατε πολιτική δράση;
«Όχι! Βαριέμαι και δεν εννοώ πως το σνομπάρω. Πώς να αναλάβει δράση ένας άνθρωπος που όλη του τη ζωή γράφει βιβλία; Εγώ αναμετρώμαι με τη γλώσσα, τις ιδέες μου, τους ήρωές μου. Η πολιτική πρέπει να στελεχωθεί από ανθρώπους που έχουν ψηθεί στην πιο πρακτική καθημερινότητα. Οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να κατεβαίνουν στις εκλογές. Δεν φοβάμαι να εκτεθώ. Δεν ασχολούμαι δηλαδή με την πολιτική με όλα αυτά που λέω; Αλλά δεν θέλω να μπω στην καθημερινότητα της διοίκησης. Θα ήταν παρανοϊκό. Δεν θέλουμε καλλιτέχνες και διανοούμενους στη βουλή. Θέλουμε πρακτικά μυαλά».
-Θα εκλείψει η ανάγκη ύπαρξης μιας ιδεολογίας;
«Η πραγματικότητα μας υπαγορεύει την ιδεολογία και όχι το ανάποδο. Αν η πραγματικότητα αλλάξει άρδην, ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβανόμαστε θα πρέπει να αλλάξει».
-Έχει μέλλον η Αριστερά;
«Έχει τόσο μέλλον όσο έχει οποιαδήποτε παράταξη που θα καταλάβει τον ορυμαγδό των εξελίξεων που έρχονται στον πλανήτη και έχουν να κάνουν με την τεχνολογική επανάσταση που θα μεταμορφώσει τη ζωή μας. Τα ερωτήματα που θα τεθούν και οι συγκρούσεις που θα συμβούν είναι άλλου φάσματος».
-Ποια είναι η δική σας πολιτική αντίληψη;
Μια κοινωνία που δίνει ίσες ευκαιρίες στους ανθρώπους να ξεκινήσουν τη ζωή τους, μια κοινωνία που έχει ένα δίχτυ ασφαλείας ούτως ώστε κανείς να μην πέφτει στη φτώχεια και να μην γκετοποιείται και μια φροντίδα για τους ανθρώπους που γερνούν ή είναι ανήμποροι ασχέτως αν έχουν καλύψει τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Θεωρώ πως όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ασφαλισμένοι ως πολίτες και όχι ως εργαζόμενοι. Από κει και πέρα πιστεύω στον ελεύθερο ανταγωνισμό, στην ελεύθερη αγορά».
-Όλα δείχνουν πως μπήκαμε σε προεκλογική περίοδο. Υπάρχει κάποιος που να ενσαρκώνει τις ιδέες σας;
«Διατηρώ το δικαίωμα του εκλεκτικισμού, να παίρνω δηλαδή από εδώ και από εκεί. Έχω τις ιδέες μου αλλά διατηρώ το δικαίωμα ως πολίτης να διαμορφώνω γνώμη μέχρι την τελευταία μέρα πριν τις εκλογές και να τους έχω όλους όσους επαγγέλλονται λύσεις σε στενό μαρκάρισμα. Ξέρω πως αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια πρέπει να τελειώσει. Γιατί είναι το βρικολάκιασμα των φαντασιώσεων μιας άλλης εποχής. Θα πρέπει να πετάξουμε στα σκουπίδια την παρελθοντολάγνα αισθηματολογία την οποία εκπροσωπεί κυρίως η κυβερνώσα παράταξη. Μιλά με όρους παρελθόντος και νομίζει πως παίρνει αίγλη από κάποια εικονίσματα που θεωρεί λανθασμένα πως της ανήκουν. Το ΕΑΜ ΕΛΛΑΣ δεν ανήκει σε αυτή, δεν ανήκει σε κανένα. Άρα δεν μπορεί να το επικαλείται».
-Λέτε να τελειώσει αυτό για να αρχίσει τι;
«Να αρχίσει μια κατάσταση όπου θα μπορούμε να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα. Αυτή είναι η ηδονή της ενηλικίωσης. Και να κοιτάμε πως θα βελτιώσουμε αυτή την πραγματικότητα. Και αυτό δεν είναι απολίτικο. Έχω πολιτική θέση».
-Τι διαβάζετε και τι γράφετε σε αυτή τη φάση;
«Διαβάζω πολύ, διαβάζω νέους συγγραφείς και όταν κάτι μου αρέσει τους τηλεφωνώ και λέω μπράβο. Φέτος διάβασα περίπου 40 βιβλία και γράφω το νέο μυθιστόρημα μου που θα έχει κεντρικό πρόσωπο έναν μητροπολίτη».
–Ποιες είναι οι σχέσεις σας με την Εκκλησία;
«Είμαι αγνωστικιστής και δεν είμαι άνθρωπος που εκκλησιάζεται. Με τον αντικληρικισμό που επικρατεί στην Ελλάδα είναι παρά πολύ εύκολο έως μπανάλ να λέμε πως όλη η Εκκλησία είναι βουτηγμένη στη διαφθορά και δεν χρησιμεύει σε τίποτα Η εκκλησία κάνει συσσίτια και αντικαθιστά για κάποιους το ρόλο του ψυχαναλυτή επειδή δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να επισκεφθούν έναν. Γνώρισα έναν παπά νέο, ούτε τριάντα ετών και μου είπε πως η λειτουργία δεν είναι το φόρτε του. Αλλά πάει σε τρία χωριά και επισκέπτεται όσους έχουν χάσει ανθρώπους. Τους ακούει , τους μιλάει και εκείνοι παρηγορούνται».
-Εσείς πηγαίνετε στον ψυχαναλυτή;
«Εγώ δεν θα πήγαινα ποτέ σε ψυχαναλυτή. Αλλά μου συνέβη κάτι τρομερό και κατάλαβα πως είχα ανάγκη από ψυχολογική υποστήριξη».
-Από τι εξαρτάται ο χρόνος που χρειάζεστε για να ολοκληρώσετε ένα μυθιστόρημα;
«Όλα μου τα βιβλία παίρνουν ενάμισι χρόνο για να γραφτούν. Έχουν όλα την ίδια διάρκεια επώασης. Σαν να έχω την εγκυμοσύνη της Ελεφαντίνας. Αυτό που προσπαθώ είναι να βρίσκω το δίκιο του κάθε χαρακτήρα, να αναδεικνύω τη δική του θέση στα πράγματα. Ένας συγγραφέας πρέπει να γουστάρει τους ήρωες του. Κάποιοι είναι κακοί συγγραφείς, ενώ έχουν ταλέντο, γιατί είναι μικρόψυχοι».
-Πόσο διαφορετικές ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε το Σοφό παιδί, το βιβλίο της πρώτης σας νιότης;
«Όταν έγραψα το σοφό παιδί ήμουν 23 ετών. Τότε είχα τη θεωρία πως για να γράψει κανείς σε μία πολυκατοικία έπρεπε να έχουν κοιμηθεί όλοι οι γείτονες. Γιατί οι γείτονες δημιουργούν παράσιτα και δεν μπορείς να συγκεντρωθείς στο έργο σου. Άρχιζα να γράφω από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 4 το πρωί. Τα είχα με μία κοπέλα τότε και βγαίναμε δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα και τις υπόλοιπες μέρες έμενα στο σπίτι και έγραφα».
-Ποια θέση λαμβάνετε στον ανοιχτό λογοτεχνικό καυγά μεταξύ Δημήτρη Δημητριάδη και Πέτρου Μάρκαρη; (Ο πρώτος επιτέθηκε στο δεύτερο λέγοντας πως εκμεταλλεύεται λογοτεχνικά την κρίση για να πουλά βιβλία)
«Μολονότι οι λογοτεχνικοί καυγάδες συνέβαιναν ανέκαθεν, προσπαθώ να τους αποφεύγω. Για παράδειγμα ο Καραγάτσης είχε πλακώσει στις σφαλιάρες τον Σπύρο Μελά σε ένα θερινό σινεμά επειδή είχε λάβει από αυτόν κακή κριτική. Το γραπτό είναι σαν ένα παιδί και κάποιες φορές μπορεί να είναι σαν να σου το έχουν αδικήσει. Έχω κι εγώ φλογερό ταμπεραμέντο. Η καλύτερη λειτουργία του καυγά είναι να κινητοποιήσει τους ανθρώπους να διαβάσουν τόσο Δημητριάδη όσο και Μάρκαρη που είναι και οι δυο εξαιρετικά αξιόλογοι. Με αρρωσταίνουν οι καυγάδες και με σοκάρουν οι κακές στιγμές των ανθρώπων. Ακόμα και οι δικές μου κακές στιγμές με σοκάρουν εκ των υστέρων. Πρέπει να απολαμβάνουμε τη ζωή και να ζούμε με ένα διονυσιακό τρόπο».
-Το εφαρμόζετε στη ζωή σας; Ζείτε διονυσιακά;
«Όσο μπορώ, ναι. Οι σταθερές της καθημερινότητας μου έχουν να κάνουν με την κόρη μου. Κατά τ’ άλλα προσπαθώ να δίνω χώρο στο απρόοπτο. Να αφήνομαι σε πράγματα που δεν ελέγχω. Παραμένω ένας άνθρωπος που απολαμβάνει την παρέα. Είμαι των γήινων ηδονών. Μου αρέσει να τρώω, να πίνω, να κάνω αστεία, να ταξιδεύω, να ακούω τους ανθρώπους. Μου αρέσει να ακούω ιστορίες. Αυτό μου έχει κάνει πολύ καλό συγγραφικά. Το καλό αυτό προηγείται της καλής πένας. Γράφω όπου και όποτε μπορώ».
-Ο έρωτας μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο του θανάτου;
«Βεβαίως. Όταν ο άνθρωπος έρχεται σε στενή επαφή με το θάνατο η λίμπιντο του εκτοξεύεται. Θα έχεις ακούσει τι γίνεται στα νοσοκομεία. Φαντάσου τι γίνεται στα γραφεία κηδειών! Αν έχεις προσέξει τα παιδιά στις νεκροπομπές είναι σαν μοντέλα! Ευθύνεται άραγε η ανεργία των νέων; Στην Ελλάδα οι άντρες είναι εκείνοι που έχουν τεράστια δυσκολία στο να χωρίσουν. Το αναβάλουν διαρκώς αφού το αποφασίσουν. Φταίει η εγωπάθεια των ανδρών. Νομίζουν πως αν χωρίσουν θα καταστραφεί η κοπέλα. Υπερεκτιμούν τον εαυτό τους. Εγώ δεν έχω δει καμία γυναίκα τελικά να καταστρέφεται».
-Τόσος ναρκισσισμός; Μιλάτε και για τον εαυτό σας;
«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου εξαίρεση!»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2018