«Οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις είναι φαινόμενα χαοτικά που μας ξεπερνάνε» είπε σήμερα ο σκηνοθέτης Φλοράν Μαρσί, προσκεκλημένος του 10ου επετειακού Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης της Ελλάδος. Εδώ και 30 χρόνια ο Φλοράν Μαρσί διασχίζει πολεμικά μέτωπα και πεδία συγκρούσεων ανά τον κόσμο, εκεί όπου γράφεται η Ιστορία και καταγράφει με την κάμερά του τους αφανείς ήρωες των πεδίων των μαχών, τους ανθρώπους στο περιθώριο της ιστορίας. Το έργο του, προβάλλεται σε ειδικό αφιέρωμα του Φεστιβάλ, με επτά ταινίες του. Ο ίδιος τόνισε ότι είναι ταινίες βιωματικές, ανεξάρτητες από εταιρείες παραγωγής ή τηλεοπτικά κανάλια. «Το κίνητρό μου είναι συναισθηματικό, προσπαθώ να δείξω την ανεξαρτησία των ανθρώπων, μ’ ενδιαφέρει η ”ψυχή μιας επανάστασης”, δεν κάνω ταινίες γεωπολιτικής» είπε χαρακτηριστικά ο Γάλλος δημιουργός σε συνέντευξη Τύπου (25/11).
Ο κινηματογράφος του χαρακτηρίζεται από γνησιότητα, προσπαθώντας να είναι όσο πιο αντικειμενικός στην πληροφόρηση αν και παραδέχτηκε ότι «η ματιά που βλέπει κάποιος τα πράγματα εμπεριέχει ούτως ή άλλως σ’ έναν βαθμό την υποκειμενικότητα». Καμιά φορά αναρωτιέται κι ο ίδιος γιατί οι άνθρωποι τον αφήνουν να τους κινηματογραφήσει: «Η αλήθεια είναι πως θέλουν μάρτυρες για όσα ζούνε. Θέλουν να μοιραστούν την ιστορία τους. Και το γεγονός πως μοιράζεσαι μαζί τους τον ίδιο κίνδυνο, τους κάνει να σε εμπιστευτούν…» διαπιστώνει ο Φλοράν Μαρσί. Έμπνευση του, πρόσθεσε, για να κινηματογραφήσει έναν πόλεμο, είναι πολύ συχνά απλώς ένα πρόσωπο που θα του κάνει εντύπωση, όπως η εικόνα μιας Τσετσένας. Προκειμένου να διασφαλίσει την προσωπική του ματιά στο αφήγημά του, αποφεύγει συνειδητά να καταγράψει γεγονότα, όπως ο πόλεμος στο Ιράκ, όπου έγινε «δημοσιογραφική υπερεκμετάλλευση». Αντίθετα, στο Αφγανιστάν, μια χώρα που τον παθιάζει, ξεκίνησε να κινηματογραφεί χρόνια πριν από τους Δίδυμους Πύργους, «όταν ακόμα δεν ασχολιόταν κανείς. Είχα τραβήξει εικόνες από την Αλ Καϊντα ήδη από το ’90».
Η κινηματογραφική φόρμα των ταινιών του αυτοδίδακτου Φλοράν Μαρσί συνδυάζει δημοσιογραφία, βίντεο, πολεμικό φώτο-ρεπορτάζ και κινηματογράφο.
Από ένα σιδηροδρομικό τούνελ στο Παρίσι, στα εκτενή χωράφια του Νότιου Σουδάν, από την πόλη Μπαγκράμ, βόρεια της Καμπούλ, στη χειμωνιάτικη Τσετσενία, από τα ανατριχιαστικά εξώφυλλα για τον πόλεμο του Ιράκ, στην Τρίπολη της Λιβύης, ο Μαρσί γυρίζει, μοντάρει και χρηματοδοτεί ο ίδιος τις ταινίες του, χρησιμοποιώντας τη νέα ψηφιακή οπτικοακουστική τεχνολογία με ριζοσπαστικό τρόπο.
Αναφερόμενος στη σημερινή κοινωνία της μαζικής κουλτούρας, των νέων τεχνολογιών, της αμεσότητας των κοινωνικών μέσω δικτύωσης, αλλά και στους διάφορους οικονομικούς και γραφειοκρατικούς παράγοντες που σχετίζονται με την παραγωγή ενός πολεμικού ντοκιμαντέρ, επισήμανε πως πρέπει να είναι κανείς έτοιμος «να πληρώσει το τίμημα» προκειμένου η καλλιτεχνική δημιουργία του να παραμείνει πηγαία και ελεύθερη, και ο ίδιος, ως ανεξάρτητος και αυτοχρηματοδοτούμενος καλλιτέχνης, να παραμείνει πιστός στο αξίωμά του, «όσο δεν πάμε να δούμε από μόνοι μας, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι συμβαίνει εκεί έξω».
«Εξάλλου ο τρόπος που δουλεύω δεν βοηθά στο να βρω χρηματοδότη» πρόσθεσε. Δεν γνωρίζω ποτέ εκ των προτέρων πόσους μήνες θα χρειαστεί να δουλέψω, ούτε μπαίνω στη λογική να συμπληρώσω φόρμες και να υποστώ όλη αυτήν την γραφειοκρατία, γιατί πολύ απλά χάνω χρόνο…και βέβαια τα κάνω όλα μόνος μου -ακόμα και το μοντάζ».
Κάτι άλλο που τόνισε, είναι πως δεν πηγαίνει ποτέ να κινηματογραφήσει συνοδεύοντας τον Στρατό. «Αυτό σημαίνει πως είμαι μόνος μου, ευάλωτος, αλλά δεν εξυπηρετώ καμία πολιτική διεκδίκηση. Διαφορετικά θα έδειχνα μόνο αυτά που μου επιτρέπεται να δείξω». Αυτό δεν σημαίνει, διευκρίνισε, ότι το υλικό του δεν έχει χρησιμοποιηθεί από κάποιους με συγκεκριμένη ατζέντα. «Από ένα σημείο και ύστερα χάνεις τον έλεγχο. Βρίσκεσαι στην καρδιά ενός τέρατος που προβάλλει αυτό που το ενδιαφέρει για να υπηρετήσει τους δικούς του σκοπούς. Όσο κι αν προσωπικά παλεύω για το αντίθετο…».
Το 10ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού κινηματογράφου συνεχίζεται έως τις 5 Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και στο exile room.