Μπορεί να έχουν περάσει 26 χρόνια από το θάνατό της, αλλά η Μελίνα Μερκούρη, παραμένει η πλέον αναγνωρίσιμη Ελληνίδα σε όλο τον κόσμο και για σχεδόν όλους τους Έλληνες “η Μελίνα μας”. Η παραμονή της για 10 χρόνια στο υπουργείο Πολιτισμού, με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, την ανθρωποφαγία της πολιτικής ίσως να έφθειραν ελαφρώς τη λάμψη της, αλλά τελικά δεν κατάφεραν να μειώσουν στο ελάχιστο τη γενική πεποίθηση ότι η αγάπη της για την Ελλάδα και τους Έλληνες ήταν αγνή, ανεπιτήδευτη. Και βεβαίως το πάθος της για τον άνθρωπο, τη ζωή, τον έρωτα, τον πολιτισμό, που θα μεταφέρει ακόμη και στη μεγάλη οθόνη, καθώς η ανυπότακτη προσωπικότητά της μετέδιδε έναν πρωτοφανή ηλεκτρισμό, στα όρια της ηλεκτροπληξίας…
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Καταγόταν από φημισμένη οικογένεια πολιτικών που μπαίνει στην ιστορία από την επανάσταση του ’21. Η 20χρονη Μελίνα θα μπει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, μαζί με τη στενή της φίλη Δέσπω Διαμαντίδου και μερικά χρόνια μετά στο θέατρο, το οποίο της ταίριαζε περισσότερο, λόγω και της έμφυτης θεατρικότητάς της- κάτι, όμως, που την εμπόδισε να κάνει το κάτι παραπάνω στον κινηματογράφο. Θα πατήσει στο θεατρικό σανίδι με την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944, με το έργο του Αλέξη Σολωμού “Το Μονοπάτι της Λευτεριάς”. Θα ακολουθήσουν ακόμη αρκετά έργα, ενώ το 1949 στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν θα αναγνωριστεί ως κορυφαία πρωταγωνίστρια στο έργο “Λεωφορείον ο Πόθος”, ερμηνεύοντας την Μπλανς Ντιμπουά.
“Στέλλα”
Στα κινηματογραφικά πλατό θα μπει για πρώτη φορά 1955 -κι ενώ έχει δημιουργήσει πλέον ένα καυτό όνομα στα θεατρικά πράγματα- με την περίφημη ταινία “Στέλλα” του Μιχάλη Κακογιάννη, στον ομώνυμο ρόλο, έχοντας δίπλα της τον Γιώργο Φούντα. Οι λαϊκοί ρυθμοί του Μάνου Χατζιδάκι, τα σκηνικά του Τσαρούχη, οι εκρήξεις που δημιουργεί η Μελίνα, το θαυμάσιο καστ θα δημιουργήσουν ένα φιλμ θρύλο, μια τεράστια επιτυχία, που όμως θα διχάσει κοινό και περισσότερο την κριτική της εποχής, με την Αριστερά να κατηγορεί τον Κακογιάννη, αλλά όλοι να συμφωνούν για το άστρο της Μερκούρη.
Το 1957 θα παίξει στο σχετικά άγνωστο στο ελληνικό κοινό φιλμ “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται” στην πρώτη της συνεργασία με τον Ζιλ Ντασέν. Το 1958 θα γίνει μαυρομάλλα και θα πρωταγωνιστήσει στην άνιση ταινία του Τζόζεφ Λόουζι “Ο Βαρώνος και η Τσιγγάνα”, ενώ την ίδια χρονιά θα παίξει και στο δράμα του Ντασέν “Ο Νόμος” δίπλα στους Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Υβ Μοντάν.
Το γλέντι
Το 1960 έρχεται ο θρίαμβος του “Ποτέ την Κυριακή” και πάλι από του Ντασέν, με την Μελίνα στο ρόλο της Ίλιας, μίας πόρνης του Πειραιά, μίας ανεξάρτητης γυναίκας. Τεράστια επιτυχία και στο εξωτερικό, αφού θα φτάσει και μέχρι το Μπρόντγουεϊ για να διασκευαστεί σε μιούζικαλ. Ακόμη η ταινία θα αγγίξει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, ενώ θα μοιραστεί το βραβείο ερμηνείας η Μερκούρη μαζί με την Ζαν Μορό. Το γλέντι που θα ακολουθήσει θα μείνει στην ιστορία. Το 1961 η ταινία θα προταθεί για πέντε Όσκαρ (σκηνοθεσίας, σεναρίου, πρώτου γυναικείου ρόλου και κοστουμιών) αλλά θα κερδίσει μόνο αυτό του τραγουδιού, με τον Χατζιδάκι.
Το 1961 θα ξεχωρίσει στη σάτιρα του Βιτόριο ντε Σίκα “Η Ώρα της Μεγάλης Κρίσης”. Μια απολαυστική ταινία στην οποία κάνουν σύντομα περάσματα τεράστια ονόματα της εποχής -από Βιτόριο Γκάσμαν και Αλμπέρτο Σόρντι έως Λίνο Βεντούρα και Τζακ Πάλανς. Θα ακολουθήσει το 1962 μία από τις καλύτερες συνεργασίες του μετέπειτα ζεύγους Μερκούρη-Ντασέν, στο φιλμ “Φαίδρα”, που αποτελεί ελεύθερη διασκευή του μύθου του Ευριπίδη. Τον επόμενο χρόνο θα παίξει ένα μικρό χαρακτηριστικό ρόλο στο εξαίσιο αντιπολεμικό δράμα του Φόρμαν “Οι Νικητές”, δίπλα στον Τζορτζ Πέπαρντ, ενώ το 1964 θα πρωταγωνιστήσει στην πιο διασκεδαστική ταινία που έκανε με τον Ντασέν, στο πετυχημένο “Τοπ Καπί”, έχοντας δίπλα της τους Μαξιμίαλιαν Σελ και Πίτερ Ουστίνοφ. Το 1966, θα πρωταγωνιστήσει στο ενδιαφέρον φιλμ “10:30 Καλοκαίρι Βράδυ”, στο οποίο ο Ντασέν θα συνδυάσει το ερωτικό δράμα με το αστυνομικό μυστήριο και την πολιτική αλληγορία.
Κραυγή Γυναικών
Από το 1967 βρίσκεται στο εξωτερικό για καλλιτεχνικές υποχρεώσεις στο Μπρόντγουεϊ, θα αρχίσει έντονη αντιδιδακτορική δράση, ενώ της αφαιρείται και η ελληνική ιθαγένεια από το στυγνό καθεστώς. Το 1969, στην ανάλαφρη κομεντί “Η Βασίλισσα του Σικάγου”, που γύρισε ο Νόρμαν Τζούισον, η Μελίνα θα υποδυθεί ιδανικά τη διευθύντρια ενός οίκου ανοχής. Το 1974 κι ενώ πλέον η Μελίνα θα μπει με το γνώριμο πάθος της και στην πολιτική σκηνή, δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου, θα εμφανιστεί σε μία από τις τελευταίες αξιόλογες ταινίες της, στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ “Η Δοκιμή” του Ντασέν, που αποτελεί ένα φόρο τιμής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τελευταία της σημαντική εμφάνιση στο δραματικό “Κραυγή Γυναικών” (1977) του Ντασέν και σε σενάριο Μίνωα Βολανάκη, βασισμένο στο μύθο της Μήδειας.
Από το 1977 θα είναι βουλευτής και από το 1981 υπουργός Πολιτισμού, δίνοντας με πάθος μάχες για πολλά και κυρίως για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Χώρος και χρόνος για το σινεμά δεν υπήρχε. Ωστόσο, ποτέ δεν έχασε την έγνοια της για τους ανθρώπους του κινηματογράφου, του σινεμά, της μουσικής. Και μαζί την… ηλεκτρική ενέργειά της, τη ζωτικότητα, το πάθος που μετέδιδε ακόμη και στους απλούς ανθρώπους.
Η Μελίνα, λίγα χρόνια πριν από τη μάχη της με τον καρκίνο και το οδυνηρό τέλος τον Μάρτιο του 1994, είχε πει για τη ζωή της: «Δεν προσποιήθηκα. Η προσποίηση για μένα είναι κάτι χυδαίο. Απλά και μόνο έζησα όπως ήθελα. Χωρίς να υπολογίσω τίποτα και κανέναν». Και αυτό δεν ήταν μόνο λόγια, ήταν η πραγματικότητα. Κάτι που πρέπει να της το αναγνωρίσουμε…
Χάρης Αναγνωστάκης