Γεννημένος το 1899 στο Βορόνεζ της Ρωσίας, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, ο Αντρέι Πλατόνοβιτς Πλατόνοφ (ψευδώνυμο του Α. Π. Κλιέμτοφ) πέθανε σε ηλικία 51 ετών, βυθισμένος στην αφάνεια. Ξυλουργός, θερμαστής, εργάτης σε χυτήριο και βοηθός μηχανοδηγού, ο Πλατόνοφ σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Βορόνεζ και συγχρόνως άρχισε να δημοσιογραφεί, υπηρετώντας στο μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως πολεμικός ανταποκριτής. Πιστός στο όραμα των Σοβιέτ και του κομμουνισμού, ο Πλατόνοφ έχασε γρήγορα την πίστη του στην επανάσταση και το λογοτεχνικό του έργο απαγορεύτηκε δια ροπάλου. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί στην εποχή του πως πολλά χρόνια μετά όλοι θα μιλούσαν για την τεράστια αξία των γραπτών του, αναγνωρίζοντάς τον ως κορυφαίο όνομα της ρωσικής λογοτεχνίας. Στο πλαίσιο αυτής της ανταπόκρισης σε διεθνές επίπεδο, οι εκδόσεις Καστανιώτη παρουσιάζουν δύο από τις πιο συζητημένες νουβέλες του Πλατόνοφ σε έναν ενιαίο τόμο υπό τον τίτλο «Ευτυχισμένη Μόσχα» (η μετάφραση είναι της Ελένης Μπακοπούλου).
Στην πρώτη νουβέλα, η οποία δίνει στο βιβλίο τον τίτλο του, η ορφανή ηρωίδα ενηλικιώνεται κατά τη διάρκεια των πρώιμων επαναστατικών χρόνων και δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της για το επερχόμενο μέλλον, που θα ρίξει ένα καινούργιο φως στη ζωή της ανθρωπότητας. Στη δεύτερη νουβέλα, που τιτλοφορείται «Η εκσκαφή», μια ομάδα εργατών αναλαμβάνει το χτίσιμο ενός κτιρίου το οποίο θα τιμήσει και θα υμνήσει την επανάσταση. Ξεκινώντας με αυτό το ανέφελο και αισιόδοξο κλίμα, ο συγγραφέας θα ανατρέψει σιγά-σιγά τα πάντα. Η νεαρή ηρωίδα της πρώτης νουβέλας χαίρεται ελεύθερα τον έρωτα (μακριά από την κατοπινή έλευση της σοσιαλιστικής ηθικής) και απολαμβάνει την ελευθερία της μέχρι την ώρα που ένα αεροπορικό ατύχημα γίνεται η αφορμή για να μεταφερθεί σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, όπου η ελευθερία, ο έρωτας και ο φλογερός ασπασμός του επαναστατικού ιδεώδους καταλήγουν αρχές χωρίς περιεχόμενο, συνορεύοντας με την ακύρωση, την κατάθλιψη και τον θάνατο. Οι εργάτες της δεύτερης νουβέλας, που αποτελεί στις ημέρες μας το πλέον μεταφρασμένο και καθιερωμένο κείμενο του Πλατόνοφ, οι εργάτες του υπό ανέγερση κτιρίου θα καταλήξουν και πάλι στον θάνατο αφού, όπως αποδεικνύεται, το μόνο το οποίο οικοδομούν είναι ο τάφος τους.
Όπως παρατηρεί στο επίμετρο του βιβλίου, ο ποιητής Γιόζεφ Μπρόσνσκι, αλλά όπως συνομολογούν και οι περισσότεροι από τους αγγλόφωνους μεταφραστές του, ο Πλατόνοφ είναι ταυτισμένος με έναν άθλο της ρωσικής γλώσσας. Τα νοήματα, η σύνταξη, το λεξιλόγιο, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο περνάει από τη μια παράγραφο στην άλλη ή η μέθοδος με την οποία συνενώνει τα έκκεντρα κομμάτια της πλοκής αποτελούν ένα σχεδόν άλυτο μεταφραστικό πρόβλημα. Ακόμα και έτσι, όμως, η «Ευτυχισμένη Μόσχα» και η «Εκσκαφή» δεν χάνουν την εκφραστική τους δύναμη και την ανατριχιαστικά υποβλητική τους ατμόσφαιρα (χάρη, βεβαίως, και στους ξεχωριστούς κόπους της Ελληνίδας μεταφράστριας). Η «Εκσκαφή» κυρίως, που θυμίζει μελλοντολογικό μυθιστόρημα, μοιάζει με πολιτική δυστοπία που ξεπηδάει από τους κόλπους της Ιστορίας, για να κινηθεί σε ένα σχεδόν υπερρεαλιστικό, αν όχι και αμιγώς παρανοϊκό περιβάλλον, δείχνοντας πώς ο εξηλεκτρισμός, η κολεκτιβοποίηση και η Νέα Οικονομική Πολιτική που εφάρμοσαν στα πρώτα βήματα της Σοβιετικής Ένωσης ο Λένιν και ο Στάλιν (και οι δύο νουβέλες γράφτηκαν προτού εκπνεύσει η δεκαετία του 1920) μεταμορφώθηκαν σε ζωντανό εφιάλτη για τις αγροτικές και τις εργατικές μάζες, οδηγώντας έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων στη φυσική εξόντωση. Το σημαντικότερο εδώ, όμως, είναι πως ο Πλατόνοφ δεν καταγγέλλει ποτέ πολιτικά (ούτε ελέγχει ηθικά) το σοβιετικό καθεστώς. Τα δικά του όπλα είναι η ειρωνεία και η δραματική σάτιρα με κυρίαρχη μορφή της αφήγησης την αρκούδα της «Εκσκαφής», που συνετίζει τα απολωλότα πρόβατα της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης, από τη μια πλευρά συνομιλώντας με την παράδοση των ρωσικών παραμυθιών και από την άλλη αποκαθηλώνοντας τον Στάλιν. Πώς να μην καταλήξει μετά από όλα αυτά αποσυνάγωγος ο Πλατόνοφ, βλέποντας, μεταξύ άλλων, τον γιο του να κλείνεται σε γκουλάγκ;
Β. Χατζηβασιλείου