Τίποτα δεν μαρτυράει το «μέγεθος» ενός ανθρώπου όσο η άρνηση των άλλων να αποδεχτούν τον θάνατό του. Για τους Έλληνες της Κύπρου, η δυσάρεστη είδηση της 3ης Αυγούστου 1977 δεν ήταν μόνο οδυνηρή, αλλά και αδιανόητη. Ο Μακάριος, ύστερα από εικοσιεπτά χρόνια ηγεσίας, είχε ταυτιστεί με τους αγώνες και τα μαρτύρια της Κύπρου, αντιπροσωπεύοντας την ανυποχώρητη μάχη των «μικρών» λαών για την ελευθερία.
Η αποχώρησή του την κρίσιμη αυτή περίοδο φάνταζε ακόμη πιο ανυπόφορη, καθώς η ανάγκη για την πολιτική του οξύνοια και τη διπλωματική του ιδιοφυΐα ήταν πιο επιτακτική από ποτέ. Η μεγάλη του δύναμη ήταν ότι, σαν εκπρόσωπος ενός λαού, είχε δίκιο και ήταν έτοιμος κάθε στιγμή να δώσει την τελευταία του πνοή γι’ αυτό.
Στον κόσμο των πολιτικών γεγονότων, η Αγγλία κατέβασε μεσίστιες τις σημαίες της εκδηλώνοντας τη «βαθύτατη θλίψη της για τον θάνατο του ηγέτη» και ο πρόεδρος Κάρτερ «συμμερίζεται τη θλίψη του κυπριακού λαού». Έλεγαν ότι ο Μακάριος είχε αφήσει τη σφραγίδα του στην Ιστορία, όμως οι υποκριτικές εκδηλώσεις των διωκτών του σήμερα αποτελούν ύβρη για τη μνήμη του.
Η παρακαταθήκη του είναι η ζωντανή μνήμη του και τα λόγια του ότι «μόνον ο κυπριακός λαός κρατά το κλειδί της λύσεως του κυπριακού προβλήματος». Σήμερα, η 64η επέτειος της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι μια διαρκής υπενθύμιση του αγώνα που απετέλεσε την κληρονομιά του.