Οι λαμπροί καρατερίστες, οι υπέροχοι «δεύτεροι», που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο ελληνικό σινεμά (Μέρος Α’)

Οι λαμπροί καρατερίστες, οι υπέροχοι «δεύτεροι», που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο ελληνικό σινεμά (Μέρος Α’)

Ο παλαιός ελληνικός κινηματογράφος αν είχε ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα αυτό είναι οι ηθοποιοί.

Οι πρωταγωνιστές, μπορεί να είχαν το όνομα, τη λάμψη, την αγάπη του κοινού, αλλά δεν είχαν όλοι πάντα την ερμηνευτική ικανότητα. Αυτό την αδυναμία, στην ερμηνεία, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς του ελληνικού σινεμά ήρθαν να καλύψουν οι καρατερίστες, οι δεύτεροι ρόλοι, που έδιναν με την υποκριτική τους ευχέρεια την αθάνατη γοητεία στις ταινίες που συνεχίζουμε να βλέπουμε εδώ και δεκαετίες και πιθανότατα θα συνεχίσουν να βλέπουν και τα παιδιά των παιδιών μας. Είναι αυτοί που έδιναν την εποχή και τις φιγούρες της, τις εκρήξεις λάμψης και κεφιού ή τις απαραίτητες ανάσες όταν το στόρι άρχιζε να μπάζει.

Την ώρα που η Αμερική με την αποτελεσματικότερη – σίγουρα – κινηματογραφική βιομηχανία της κατακτούσε σχεδόν όλο τον κόσμο και κάποιες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας άρχισαν να αναδεικνύουν σπουδαίους δημιουργούς, στη χώρα μας, που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έβγαινε σημαντικά πληγωμένη, φτιάχθηκε μια κινηματογραφική βιοτεχνία, που είχε μεν ταλέντο και μεράκι, αλλά δεν είχε ούτε την παιδεία, ούτε τα χρήματα, ούτε την ιδιαίτερη αγορά για να στηρίξει επαρκώς την παραγωγή της.

Μπορεί να συνεχίζουμε να αγαπάμε τις ταινίες των δεκαετιών του ‘50 και ‘60, αλλά δεν μπορούν να κρυφτούν οι αδυναμίες τόσο σε τεχνικό επίπεδο, δηλαδή σκηνοθεσία, σκηνικά, ηχοληψία κλπ (αν και αυτό βελτιώθηκε με τις παραγωγές του Φίνου), όσο και στο επίπεδο σεναρίου. Μπορεί οι παλιές ελληνικές ταινίες και ειδικά οι κωμωδίες να έχουν πολλές δυνατές ατάκες και καλούς διαλόγους, αλλά τα σενάριά τους, πέρα από κάποιες εξαιρέσεις, είναι ατελή, προχειρογραμμένα και χωρίς την απαραίτητη δομή.

Αυτές όλες οι αδυναμίες κρύβονταν πίσω από τις ερμηνείες. Και πολλές φορές από τις ερμηνείες των δεύτερων ρόλων, που εμπλούτισαν τις ταινίες ακόμη περισσότερο απ’ όλα τα θετικά τους στοιχεία. Παραδείγματος χάριν, τι θα ήταν το «Ξύλο Βγήκε Από τον Παράδεισο» αν δεν υπήρχαν οι φοβεροί καρατερίστες, όπως ο Χρήστος Τσαγανέας («βεβαίως, βεβαίως»), ο Ορέστης Μακρής, που κρατά ένα ρολάκι, αυτό του γυμναστή και των άλλων καθηγητών του κολεγίου ή τα κοριτσόπουλα που βρίσκονται δίπλα από την Αλίκη Βουγιουκλάκη ή η «Μανταλένα», χωρίς τον Παντελή Ζερβό στο ρόλο του παπά, αλλά και των άλλων δεύτερων ρόλων της ταινίας.

Αυτοί όλοι οι ηθοποιοί, οι χρυσοί καρατερίστες του ελληνικού σινεμά, που δεν τιμήθηκαν ποτέ όσο τους άξιζε όταν βρίσκονταν στην ενεργό δράση, προσέφεραν τα μέγιστα και καλό είναι να τους θυμηθούμε καλύτερα. Οι καλύτεροι δεύτεροι του σινεμά χωρίζονται κυρίως σε τρεις κατηγορίες: Σε αυτούς που είχαν τεράστια θεατρική παιδεία, με πρωταγωνιστικούς ρόλους στο σανίδι, αλλά στο σινεμά περιορίστηκαν εύστοχα σε δεύτερους ρόλους, στους πολλούς που υπηρέτησαν με συνέπεια και αφοσίωση σκηνές και πλατό πάντα δίπλα σε πρωταγωνιστές και σε ορισμένους που έπαιξαν σχεδόν μόνο στον κινηματογράφο, δίνοντας και την ψυχή τους για να τα καταφέρουν.

Στις επόμενες γραμμές θα θυμηθούμε 30 από τους πιο χαρακτηριστικούς καρατερίστες άνδρες ηθοποιούς (οι γυναίκες είναι ένα άλλο ξεχωριστό κεφάλαιο), που ποτέ δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο, γιατί υπήρξαν φυσικά και αρκετοί πρωταγωνιστές που ξεκίνησαν ως «δεύτεροι» ρόλοι (Θανάσης Βέγγος, Αυλωνίτης, Γκιωνάκης, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Γιώργος Κωνσταντίνου κα) και έγιναν πρωταγωνιστές στη συνέχεια, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία ή με την ίδια αποτελεσματικότητα, για κάποιους απ’ αυτούς.

Σήμερα θα θυμηθούμε τους 15 από τους 30 και το ερχόμενο Σάββατο, στο Β’ Μέρος αυτού του αφιερώματος, τους υπόλοιπους.

 

Τάκης Μηλιάδης

Λαμπερός ηθοποιός, γλυκύτατος με έμφυτη ευγένεια και τεράστιες δυνατότητες, που υπηρέτησε όλα τα θεατρικά και κινηματογραφικά είδη, εκτός από την τραγωδία, ενώ στα πρώτα του βήματα συνόδευσε και τις αδελφές Καλουτά και για την επιτυχία του αυτή χαρακτηρίστηκε «ο Έλληνας Μορίς Σεβαλιέ». Στο σινεμά έπαιξε κυρίως σε κωμωδίες, πολλές φορές υποδυόμενος τον θηλυπρεπή ή χαριτωμένο, παρότι ήταν γνωστός λάτρης του γυναικείου φύλου και έκανε τρεις γάμους. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1922 από οικογένεια ηθοποιών, σπούδασε ιατρική, αλλά την άφησε για το θέατρο. Πέθανε το 1985, έπειτα από ένα ελαφρύ τροχαίο ατύχημα.

Δύο από τις εμφανίσεις του που σε κάνουν να σηκωθείς από τον καναπέ και να τον χειροκροτήσεις είναι εκείνη στην ταινία του Θανάση Βέγγου, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά, «Θου – Βου Φαλακρός Πράκτωρ, Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ» παίζοντας για λίγα λεπτά τον σκηνοθέτη μελοδραματικών ταινιών. Η σκηνή που διαβάζει το σενάριο στην πρωταγωνίστρια (Κία Μπόζου) και τσιμπάει έναν φροντιστή του συνεργείου του, όταν εκνευρίζεται, μοναδική. Επίσης, στην κωμωδία «Η Εύα Δεν Αμάρτησε», παριστάνοντας τον «κουνιστό» κομμωτή και λέγοντας ότι περιμένει μια βαφή από το «Μπάααντεν, Μπάααντεν…».

 

Παντελής Ζερβός

Σπουδαίος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που τιμήθηκε με το βραβείο δεύτερου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960 στην ταινία «Μανταλένα», σε ένα φιλμ που έδωσε τα ρέστα του. Γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1908 στην Περαχώρα Κορινθίας και πέθανε στις 22 Ιανουαρίου του 1982, είχε αποκτήσει τρεις κόρες, η μία είχε σκοτωθεί στο μεγάλο σεισμό της Σαντορίνης το 1956, ενώ αυτός ήταν πάνω στη θεατρική σκηνή.

Έπαιξε σε όλα τα κινηματογραφικά ήδη και σε πάνω από 70 ταινίες, ενώ εξαιρετικές είναι και οι εμφανίσεις του στο δραματικό «Λόλα», κάνοντας τον γερόμαγκα και πατέρα της Τζένης Καρέζη και στις κωμωδίες «Ο Ατσίδας» κρατώντας το ρόλο του πατέρα του Ντίνου Ηλιόπουλου, «Ζητείται Ψεύτης», στο ρόλο του βουλευτή και «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», στο ρόλο του πονηρού επαρχιώτη και θείου του Ηλιόπουλου. «Και χραατς τον άτιμο…»

 

Κούλης Στολίγκας

Μπριλάντε ηθοποιός, με κωμική φλέβα και χαρακτηριστική φωνή. Σπούδασε φωνητική στη Δράμα όπου γεννήθηκε το 1910 και δούλεψε αρχικά στην οπερέτα. Στο θέατρο έπαιξε με τεράστια επιτυχία και στην επιθεώρηση και όλα τα είδη, ενώ στο σινεμά έπαιξε κυρίως σε κωμωδίες. Πραγματικά ένα διαμάντι που δεν αξιοποιήθηκε όσο θα έπρεπε, αν και έκανε πολλούς καλούς χαρακτήρες. Από απατεωνάκους και αλητάκους, μέχρι εραστές. Πέθανε το 1984, ενώ είχε αποσυρθεί από τα κοινά.

Μερικές από τις χαρακτηριστικότερες ταινίες του ήταν «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης», «Έξω οι Κλέφτες», «Χαρούμενοι Αλήτες» και «Οι Δοσατζήδες», στο ρόλο του γόη επιχειρηματία και ολίγον τοκογλύφου που τελειώνει τις δουλειές του «..στο τάκα τάκα».

 

Σταύρος Ξενίδης

Ηθοποιός με εξαιρετική παιδεία, που μπορούσε να ανταπεξέλθει σε οποιοδήποτε ρόλο και χαρακτήρα. Από το αγαθό γεροντάκι ή τον καλοκάγαθο νεαρό μέχρι τον αδίστακτο πανούργο που προκαλεί την απέχθεια. Έπαιξε σε πολλές ταινίες, πάνω από 80, διορθώνοντας πάντα με την υποκριτική του ευχέρεια τις υπερβολές ή τις αδυναμίες των πρωταγωνιστών. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 8 Μαρτίου 1923, σπούδασε υποκριτική στο Θέατρο Τέχνης του Κουν και μετά από μια ιδιαιτέρως μακρά πορεία (και στην τηλεόραση) πέθανε στο Γηροκομείο Αθηνών στις 2 Νοεμβρίου του 2008. Είχε παντρευτεί την ηθοποιό Μαργαρίτα Λαμπρινού.

Από τους χαρακτηριστικότερους ρόλους του στην κωμωδία «Η Βουλευτίνα» ως ο υποψήφιος βουλευτής Περικλής Αράπης, στο κλασικό «Η Δε Γυνή να Φοβείται τον Άνδρα» ως ο απόστρατος αξιωματικός που τα λέει «τσεκουράτα», ενώ πραγματικά ξεχωριστή είναι και μία από τις τελευταίες του εμφανίσεις στο «Λούφα και Παραλλαγή», στο ρόλο του διοικητή της «ΤΕΔ».

 

Βαγγέλης Πρωτοπαππάς

Από τους δυνατότερους καρατερίστες, που ευτύχισε να παίξει δίπλα σε όλες τις ταινίες του Βασίλη Λογοθετίδη, άρα και πολύ προσεγμένων παραγωγών. Με ιδιαίτερη ευκολία έμπαινε σε διαφορετικούς, ακόμη και κόντρα, ρόλους, καθώς είχε τεράστια θεατρική εμπειρία. Γεννήθηκε στην Τήνο το 1917, αν και η καταγωγή του ήταν από το Μεσολόγγι και γόνος ανώτερου δικαστικού, που τον ήθελε δικηγόρο. Μπήκε στη Νομική αλλά τον πρώτο χρόνο την εγκατάλειψε για να μπει στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πέθανε το 1995.

Εκτός από τις ταινίες με τον Λογοθετίδη, δύο κωμωδίες στις οποίες «έγραψε» ήταν «Ο Ατσίδας», στο ρόλο του αγριεμένου αδελφού και στον «Σκληρό Άνδρα», με τον Χατζηχρήστο, υποδυόμενος έναν υποκριτή συνταξιούχο ιεροψάλτη.

 

Γιώργος Τσιτσόπουλος

Έπαιξε σε πολλές, μα πάρα πολλές ταινίες, όλους τους χαρακτήρες που μπορεί κάποιος να σκεφτεί. Όπως έλεγε και ο ίδιος, πάντα με την ευχάριστη διάθεσή που εξέπεμπε, «είμαι ο μεγάλος δεύτερος», καθώς ποτέ δεν διεκδίκησε την πρωτιά ή να κλέψει τη λάμψη από τους πρωταγωνιστές.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929, ήταν κι αυτός του Θεάτρου Τέχνης, απέκτησε μία κόρη και πέθανε το 2006, ενώ είχε πολλές εμφανίσεις και στην τηλεόραση.

Πρωτόπαιξε σε μία από τις καλύτερες αν όχι την καλύτερη ταινία του ελληνικού σινεμά «Το Αμαξάκι» το 1957 του Ντίνου Δημόπουλου, δίπλα στον αξεπέραστο Ορέστη Μακρή. Ξεχωριστές ήταν οι ερμηνείες του στις κωμωδίες «Ο Κύριος Πτέραρχος» στο ρόλο του σμηνίτη που χάνει την αγάπη του και κάνει άνω κάτω ένα χωριό και στους «Γαμπρούς της Ευτυχίας», που θέλει να παντρευτεί την Βασιλειάδου, για την περιουσία της, χωρίς ωστόσο να την έχει γνωρίσει ποτέ («Μα την αγαπώ κύριε»).

 

Περικλής Χριστοφορίδης

Σημαντικός καρατερίστας, που μάλλον κατέχει το ρεκόρ συμμετοχής σε ταινίες, με περισσότερες από 200. Ενδεικτικό της τεράστιας καριέρας του ότι ξεκίνησε το 1929 στην ταινία «Μπόρα» του Γαζιάδη και ολοκλήρωσε τις εμφανίσεις του στο «Ταξίδι του Μέλιτος» το 1979 στο «Ταξίδι του Μέλητος» του Πανουσόπουλου. Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα από καλλιτεχνική οικογένεια του Πόντου το 1907 και πέθανε το 1983.

Εντυπωσιακός ήταν στην αγαπημένη δραματική κομεντί «Η Καφετζού» στο ρόλο του δίγαμου και αδίστακτου μέλλοντος πεθερού του Μίμη Φωτόπουλου και στο «Τύφλα να χει ο Μάρλον Μπράντο», κάνοντας τον διευθυντή του ξενοδοχείου που υποδέχεται ξετρελαίνεται με τον Βέγγο, νομίζοντας ότι είναι ένας φημισμένος ποιητής.

 

Λαυρέντης Διανέλλος

Αγαπημένη μορφή του ελληνικού σινεμά, με τεράστια γκάμα ρόλων, καθώς αποτελεί έναν από τους ρέκορντμαν εμφανίσεων στον κινηματογράφο, που πλησιάζουν τις 200, ενώ υπήρχαν χρονιές που ξεπερνούσε τις 20 συμμετοχές! Από πολύ νωρίς έπαιξε τον ηλικιωμένο και κυρίως τον πατέρα, τον θείο ή τον μοναχικό γέρο. Η πρώτη του ταινία είναι το κλασικό «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» το 1948, ενώ οι ερμηνείες του είχαν πάντα το κάτι ξεχωριστό και ιδιαιτέρως ποιοτικό. Γεννήθηκε το 1911 στον Άγιο Λαυρέντιο, στο Πήλιο, παντρεύτηκε την τραγουδίστρια Φρόσω Κοκκόλα και πέθανε στις ΗΠΑ το 1978.

Δύσκολο να διαλέξεις τις ταινίες στις οποίες διέπρεψε, αλλά σίγουρα στην «Μανταλένα» η φυσιογνωμία του αγγίζει την αγιότητα, ενώ ίσως η ερμηνεία της ζωής του να ήταν στο αντιπολεμικό δράμα «Με τη Λάμψη Στα Μάτια» στο ρόλο του πατέρα που πρέπει να διαλέξει ποιος από τους τρεις γιούς του θα σωθεί από την εκτέλεση των Γερμανών στην κατοχή.

 

Κώστας Δούκας

Πληθωρικός ηθοποιός, που έφτιαξε με κέφι τον χαρακτήρα του «βαρυκόκκαλου» που μεγαλοδείχνει. Ο Κώστας Ασλανίδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1895 και σπούδασε στην Εμπορική Σχολή και εργάστηκε στην Τράπεζα Αθηνών, την οποία εγκατέλειψε για να γίνει ηθοποιός, ενώ έγραψε σενάρια και σκηνοθέτησε μερικές ταινίες. Πέθανε τον Ιούλιο του 1967. Έπαιξε στην καλύτερη κωμωδία του ελληνικού σινεμά «Της Κακομοίρας», που γύρισε ο έξοχος Ντίνος Κατσουρίδης, με τον Κώστα Χατζηχρήστο να παραδίδει μαθήματα κορυφαίας υποκριτικής και αυτοσχεδιασμού. Δίπλα στον περίφημο πια «Ζήκο» στο ρόλο του ερωτοχτυπημένου μεγαλομπακάλη, θα μας χαρίσει έναν αξιομνημόνευτο ρόλο (στο θέατρο τον είχε ο Αυλωνίτης!), καθώς με μεγάλη μαεστρία θα διατηρήσει κοντά στη γη τον Χατζηχρήστο, ο οποίος ήταν έτοιμος να απογειωθεί.

 

Δημήτρης Καλλιβωκάς

Από τους ελάχιστους της μεγάλης παρέας που βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Ο 90χρονος πια ηθοποιός, που έπαιξε σε περίπου 40 ταινίες, κυρίως ρόλους κωμικούς, τον αντίζηλο των ζεν πρεμιέ. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και προσελήφθη αμέσως στο Εθνικό Θέατρο, ενώ το 1958 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σινεμά στο «Μιμίκο και τη Μαίρη».

Στην κωμωδία «Μια Τρελή Τρελή Οικογένεια», κάνοντας τον αρραβωνιαστικό της Καρέζη και ανταγωνιστή του Αλεξανδράκη, θα κάνει τη μεγαλύτερη επιτυχία του, ως γόνος εφοπλιστών, που έχει το μυαλό του πάνω από το καπέλο, κοντράροντας στα ίσα ακόμη και την Μαίρη Αρώνη, που είχε κάνει το ρόλο της ζωής της στο σινεμά.

 

Αλέκος Τζανετάκος

Ο πιο γνωστός καρπαζοεισπράκτορας του ελληνικού σινεμά, που έφτιαξε το χαρακτήρα του τρελόπαιδου, του πλέι μπόι, του αθεράπευτου γλετζέ, του ραλίστα, όπως ήταν περίπου και στη ζωή του. Άλλωστε ήταν γνωστός γυναικοκατακτητής με 17 αρραβώνες (ανάμεσά τους και πολλές ηθοποιοί) αλλά ούτε έναν γάμο. Τις περισσότερες καρπαζιές πρέπει να τις έφαγε από τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, αλλά και από τον Νίκο Σταυρίδη, ενώ την καλύτερη εμφάνισή του την έκανε στον «Εξυπνάκια» δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, κάνοντας έναν χαζούλη.

 

Αθηνόδωρος Προύσαλης

Ένας από τους καλύτερους ανάλαφρους μάγκες του ελληνικού σινεμά. Ακόμη και σε ρόλους που είχαν άλλα χαρακτηριστικά του έβγαινε πάντα η έμφυτη μαγκιά. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 15 Δεκεμβρίου του 1926, ήρθε στην Ελλάδα το 1932 και εγκαταστάθηκε αρχικά στην Κοκκινιά, για να πάρει πολλά από τις συνήθειές τους. Πέθανε στις 5 Ιουνίου του 2012.

Τα δυο λεπτά που εμφανίζεται στην κωμωδία «Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη» στο ρόλο του μάγκα ιδιοκτήτη του μπουζουκομάγαζου «Τα Παλουκάκια» και πάει να πάρει τα σπασμένα από την αδελφή του Αλεξανδράκη, Κατερίνα Γιουλάκη, είναι αρκετή για να καταλάβει κάποιος την υποκριτική του ικανότητα. «Εσύ πάψε θα σου ρίξω φλιτ…»

 

Ζαννίνο

Ο μπρουτάλ του ελληνικού σινεμά, ο οποίος καθιερώθηκε σε κωμωδίες κάνοντας τον «κακό», που δεν μπορεί να φοβίσει ούτε παιδάκι. Ο κατά κόσμον Γιάννης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1923 στο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης και πέθανε στις 27 Μαΐου του 1995 στη Νέα Ερυθραία. Η κόρη του Σόφη έγινε και αυτή ηθοποιός και μάλιστα έπαιξαν σε αρκετές ταινίες μαζί. Συνεργάστηκε σε πολλές ταινίες με τον Θανάση Βέγγο, τον Κώστα Χατζηχρήστο και άλλους πρωταγωνιστές, ενώ έπαιξε και στη γνωστή αμερικανική περιπέτεια «Το Εξπρές του Μεσονυχτίου».

 

Σπύρος Καλογήρου

Ακόμη ένας ηθοποιός, από τους πιο γνωστούς «δεύτερους» του ελληνικού σινεμά, που καθιερώθηκε ως «κακός», σε κοινωνικά δράματα, περιπέτειες, «ελληνικά γουέστερν» ή αστυνομικές ταινίες. Γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1922 στην Κυψέλη, ενώ με το θέατρο ασχολήθηκε αρχικώς ερασιτεχνικά, μέχρι που μπήκε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.

Με τη σύζυγό του, ηθοποιό, Ευαγγελία Σαμιωτάκη έζησαν μαζί για πάνω από 50 χρόνια, μέχρι το θάνατό του. Η σκηνή που τον στιγμάτισε ήταν αυτή της μονομαχίας με τον Κούρκουλο στη «Λόλα» και η ατάκα του «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη».

 

Γιάννης Βογιατζής

Ακόμη ένας από τους ελάχιστους που ζουν ακόμη και σήμερα και μάλιστα παραμένει ενεργός ηθοποιός αν και έχει φτάσει στα 93. Τεράστια καριέρα, τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά, όπου έκανε δεκάδες ρόλους, κυρίως αυτού του χαριτωμένου μπούλη, με αρτσούμπαλο περπάτημα και ύφος χαζοχαρούμενο. Γεννήθηκε στο Αιτωλικό το 1927 και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου.

Ίσως η καλύτερη ερμηνεία του να ήταν αυτή που έκανε τον ψυχίατρο στην ταινία «Η Γυναίκα μου Τρελάθηκε», δίνοντας συμβουλές στον Κωνσταντάρα για τα τρελά κόλπα της Μαίρης Αρώνη, εμπιστευόμενος τον «καθηγητή Μίιιλερ».

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading

Play