«Η σιωπή» είναι ο τίτλος του καινούργιου βιβλίου (κάτι μεταξύ μικρού μυθιστορήματος και νουβέλας) του Ντον ΝτεΛίλο, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα σε εξαιρετικά καλή μετάφραση (μαζί με ένα πυκνό και άκρως διεισδυτικό εισαγωγικό σημείωμα) της Ζωής Μπέλλα-Αρμάου από τις εκδόσεις Gutenberg, με πολύ μικρή χρονική απόσταση από την έκδοσή του στις ΗΠΑ. Οι κριτικές που πρόλαβαν να δημοσιευτούν στις μεγάλες αμερικανικές και βρετανικές εφημερίδες (από τους ‘’New York Times’’ και το ‘’Washington Post’’ μέχρι τον ‘’Guardian’’ και τον ‘’Observer’’) αποθεώνουν το βιβλίο, σπεύδοντας να ξεκαθαρίσουν πως μολονότι η δράση και το κλίμα του παραπέμπουν στον κορονοϊό, εκείνο το οποίο επιδιώκει κατά βάθος ο συγγραφέας είναι να μιλήσει γενικότερα για τη δύσκολη εποχή μας, υπενθυμίζοντας διακριτικά τις σκοτεινές προεξαγγελίες του παλαιότερου έργου του. Βέβαια, ο ΝτεΛίλο θα ολοκληρώσει τη «Σιωπή» με το ξέσπασμα του πρώτου κύματος του κορονοϊού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και ο ίδιος δεν αρνείται, σε συνέντευξη που έδωσε στους ‘’New York Times’’, το δυστοπικό του μήνυμα, ακόμα κι αν αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο όρο.
Πέρα από την πανδημία, κεντρικό θέμα του ΝτεΛίλο στη «Σιωπή» είναι η τεχνολογία. Στην αμέσως προηγούμενη δουλειά του, το «Zero K» (κυκλοφορεί σε μετάφραση Λαμπρινής Κουζέλη από τον Gutenberg), η αφήγηση ξεκινάει σαν μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας και ολοκληρώνεται σε ένα είδος υπαρξιακής ελεγείας για τον δραματικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να επηρεάσει η τεχνολογία τη ζωή και τον θάνατο. Στο τωρινό βιβλίο, η τεχνολογία αποκτά μια πολύ πιο καθολική και καταλυτική εικόνα. Σε ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν, ο Τζιμ, η Τέσα, ο Μαξ, η Νταϊάν και ο Μάρτιν πρέπει να αντιμετωπίσουν κατάπληκτοι δύο γεγονότα: από τη μια πλευρά την πτώση του αεροπλάνου που μετέφερε τους δύο πρώτους από το Παρίσι (ξαφνικά σβήνουν τα πάντα μέσα στο αεροσκάφος και οι επιβάτες σώζονται σαν από θαύμα) και από την άλλη, το μαύρισμα της οθόνης από την οποία επρόκειτο να παρακολουθήσει όλη η παρέα το διάσημο πρωτάθλημα του Σούπερ Μπόουλ. Ο Μάρτιν παραληρεί μπροστά στη σβησμένη οθόνη, ανακαλώντας πανδημίες, βιολογικούς πολέμους, εργαστηριακές τερατωδίες και άλλες, άπειρες απειλές που έχουν βασανίσει την ανθρωπότητα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο Μαξ έχει συνεχώς κατά νουν τον Αϊνστάιν και τη θεωρία της σχετικότητας και οι υπόλοιποι αγωνίζονται επί ματαίω να συνέλθουν από το τεράστιο σοκ.
Ο ΝτεΛίλο διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως παραμένει ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς. Οι εικόνες της Νέας Υόρκης με κινητά, υπολογιστές και υπηρεσίες να έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας, το παραλήρημα του Μάρτιν, που ανθολογεί και συνοψίζει τα εφιαλτικά μοτίβα του συγγραφέα από έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων του, η εμμονή του Μαξ με τον Αϊνστάιν, που υπαινίσσεται πως χωρίς την τεχνολογία και τις διασυνδέσεις της οι άνθρωποι εγκλωβίζονται στην απεραντοσύνη του παρόντος (χάνουν το παρελθόν τους και δεν μπορούν να προσβλέψουν στο μέλλον), το αφόρητο αίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης, που καταλαμβάνει δικαίους και αδίκους, όπως και το θηριώδες κενό, που ανατρέπει σαρωτικά κάθε νόρμα και κανονικότητα (κανένας πια δεν πρόκειται να είναι όπως ήταν πριν), με άλλα λόγια κάθε σελίδα και κάθε κεφάλαιο της ιστορίας καταλήγουν στο ίδιο πράγμα – στο να επιβεβαιώσουν πανηγυρικά τον τίτλο της, στο να αποδείξουν πως όλοι οι δρόμοι, από τις κεντρικές αρτηρίες και τις μεγάλες λεωφόρους μέχρι τα πιο απόμερα στενοσόκακα, οδηγούν στη σιωπή. Ποιος μπορεί να μιλήσει, ποιος είναι σε θέση να αρθρώσει έστω και μία λέξη σε έναν κόσμο όπου οι πάντες έχουν αποκοπεί από τους πάντες; Και, ακόμα χειρότερα, ποιος μπορεί να τολμήσει να ελπίσει το παραμικρό;
Ο ΝτεΛίλο δεν βάζει στο στόχαστρό του την τεχνολογία ούτε αναλαμβάνει χρέη προφήτη. Μας καλεί μόνο να σκεφτούμε την πραγματικότητα στο εσωτερικό της οποίας ζούμε καθημερινά και να αναλογιστούμε τι είναι πιθανόν να συμβεί αν απρόβλεπτα σπάσει κάποιος κρίκος από την καλοστημένη μηχανή της. Σκοπός τής λογοτεχνίας, άλλωστε, δεν είναι να παρηγορήσει τον οποιονδήποτε, αλλά να θέσει ερωτήματα για την τύχη όλων μας, σημερινή και αυριανή.
Β. Χατζηβασιλείου