Η τελευταία νύχτα της Έιμι Γουάινχαουζ – «Δε θέλω να πεθάνω»

Η τελευταία νύχτα της Έιμι Γουάινχαουζ – «Δε θέλω να πεθάνω»

Η σταρ της τζαζ και της ρέγκε μουσικής έφυγε από τη ζωή 28 ετών, αφού νικήθηκε από τους δαίμονές της, με μεγαλύτερο εχθρό της το αλκοόλ.

Στο φως της δημοσιότητας ήρθαν περιστατικά από την πολυτάραχη ζωή της, όπως για το τελευταίο βράδυ της, όταν και συναντήθηκε με τη γιατρό της, Δρ. Κριστίνα Ρόμετ. Η Ρόμετ επισκέφτηκε τη σταρ της σόουλ στο σπίτι της, λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή από δηλητηρίαση εξαιτίας του αλκοόλ.

Η Δρ Ρόμετ, σχολίασε τη συμπεριφορά της Γουάινχαουζ το βράδυ πριν πεθάνει, περιγράφοντάς την ως «ήρεμη και κάπως ένοχη» αλλά και «σε άβολη θέση», αλλά μπορούσε να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους.

«Είχε αρχίσει να πίνει ξανά στις 20 Ιουλίου – μόλις τρεις μέρες πριν από το θάνατό της. Η συμβουλή που της έδινα για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν προφορική και γραπτή για όλες τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει το αλκοόλ στο σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της αναπνευστικής καταστολής και του θανάτου, των καρδιακών προβλημάτων, των προβλημάτων γονιμότητας και των ηπατικών προβλημάτων», είπε.

Όταν η Έιμι Γουάινχαουζ αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της κατάστασης, γύρισε και απελπισμένη είπε στη γιατρό: «Δεν θέλω να πεθάνω». Κατά τη διάρκεια της έρευνας στο St Pancras Coroner’s Court του Λονδίνου, η βοηθός αναπληρώτρια ιατροδικαστής, Σούζαν Γκρίναγουεϊ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η 28χρονη τότε Έιμι πέθανε από «τυχαία δηλητηρίαση από αλκοόλ».

H τελευταία συναυλία της Amy:

Το φαινόμενο Έϊμι Γουάϊνχαουζ και η “αυτoκτoviα” μόλις στα 27 της χρόνια

Η Έιμι Τζειντ Γουάινχαουζ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή του Σάουθγκεϊτ του Βόρειου Λονδίνου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1983 σε οικογένεια Εβραίων με ρωσική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της, η οποία άσκησε επιρροή στο ενδιαφέρον της για τη τζαζ. Η Έιμι ήταν η κόρη του Μίτσελ (Μιτς) Γουάινχαουζ, οδηγού ταξί και της Τζάνις Γουάινχαουζ, το γένος Σίτον, φαρμακοποιού.

Η γιαγιά της, Σίνθια, έκανε φωνητικά σε διάσημους σταρ σε κλαμπ του Σόχο. Ο πατέρας της, Μιτς, λάτρευε τα παλιά βινύλια κι έτσι από μικρή η Έιμι μεγάλωσε με τις φωνές της Μπίλυ Χόλιντεϊ και του Φρανκ Σινάτρα. Έγινε διάσημη για τα δυναμικά της κοντράλτο φωνητικά και την εκλεκτική μίξη διάφορων μουσικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων της σόουλ, τζαζ και Rhythm n Blues μουσικής σκηνής.

Aπό μικρή σύχναζε σε ροκ στέκια στο Λονδίνο και είχε επαφή με την ανεπανάληπτη underground μουσική κουλτούρα της πόλης. Υιοθέτησε το στυλ των 60’s και στην εμφάνισή της με χαρακτηριστικά χτενίσματα και ρούχα.

Στις 14 Φεβρουαρίου 2007, κέρδισε ένα βραβείο Μπριτ, αυτό της Καλύτερης Βρετανίδας Γυναίκας Καλλιτέχνιδας, ενώ είχε προταθεί επίσης για το βραβείο Καλύτερου Βρετανικού Άλμπουμ. Έχει κερδίσει τρεις φορές το βραβείο Ίβορ Νοβέλλο, μία φορά το 2004 για το Καλύτερο Εναλλακτικό Τραγούδι (σε μουσική και στίχους) για το τραγούδι Stronger Than Me, μία φορά το 2007 για το Καλύτερο Εναλλακτικό Τραγούδι για το τραγούδι Rehab, και μία φορά το 2008 για το Καλύτερο Τραγούδι (σε στίχους και μουσική) για το τραγούδι Love Is A Losing Game, μεταξύ άλλων σημαντικών διακρίσεων. Η Γουάινχαουζ έχει αναγνωριστεί ως επιρροή για την ανάπτυξη της καριέρας πολλών γυναικών καλλιτεχνών της σόουλ μουσικής, καθώς και για την ανανέωση της Βρετανικής μουσικής.

Τον Ιούνιο του 2006 πεθαίνει η γιαγιά της Σύνθια, που ήταν τραγουδίστρια της τζαζ, κι ένα πρόσωπο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της. Η Έιμι καταρρέει και πολλοί εντοπίζουν ξανά τη στροφή της στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου κυκλοφόρησε το δεύτερό της άλμπουμ με τίτλο «Back to Black», που απογείωσε την καριέρα της και τις χάρισε πέντε βραβεία Γκράμι, τα περισσότερα που έχει κατακτήσει μία καλλιτέχνιδα σε μία μόνο διοργάνωση. Από τον δίσκο ξεχώρισαν τα τραγούδια «Rehab», «You Know I’m No Good», «Back to Black», «Tears Dry on Their Own» και «Love Is a Losing Game».

H επίδραση που έχει πλέον στη μουσική βιομηχανία είναι τόσο μεγάλη, ώστε να δημιουργηθεί ο όρος «το φαινόμενο Γουάινχαουζ» για να περιγράψει το πώς η επιτυχία της άνοιξε το δρόμο για την ολική επαναφορά της βρετανικής μουσικής στο παγκόσμιο προσκήνιο, για πρώτη φορά μετά τους Beatles. Η σαρωτική επιτυχία του δίσκου έσπασε τα όρια της μουσικής και πέρασε στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα: η εμφάνισή της, με τα παλιομοδίτικα (vintage) ρούχα και τα εντυπωσιακά χτενίσματα, έγινε πρότυπο για αμέτρητες γυναίκες, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί δραστικά η βιομηχανία της μόδας.

Η κατάσταση της υγείας της, όμως, επιδεινωνόταν δραματικά, λόγω του εθισμού της στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά Η τελευταία -και ίσως η χειρότερη της καριέρας της- συναυλία έγινε στις 18 Ιουνίου 2011 στο Βελιγράδι. Η Γουαϊνχάουζ εμφανίστηκε στη σκηνή σε κατάσταση μέθης και αποδοκιμάστηκε έντονα από τους 20.000 θεατές. Τέσσερις ημέρες αργότερα ήταν προγραμματισμένη και η πρώτη της συναυλία στην Αθήνα, η οποία ακυρώθηκε.

Η μάχη της με το αλκοόλ και άλλες ουσίες ήταν τελικά άνιση, δεν κατάφερε να βγει νικήτρια. Η πορεία της προς την αυτοκαταστροφή δυστυχώς απαθανατίστηκε από παραράτσι, που την κυνηγούσαν με μανία σε κάθε της έξοδο, σε κάθε της κίνηση. Ένας καλός της φίλος θυμάται πόσο δύσκολο ήταν για εκείνη να διαχειριστεί την επιτυχία της, αλλά και τους παπαράτσι. «Εάν ήσουν διάσημος, σε καταδίωκαν. Δεν τους ένοιαζε αν αυτό επηρέαζε την ψυχική σου υγεία ή αν έκανε τον εθισμό χειρότερο ή σε τρέλαινε».

Η Γουάινχαουζ εντοπίστηκε νεκρή στις 23 Ιουλίου 2011 στο σπίτι της στο Λονδίνο. Αιτία του θανάτου σύμφωνα με τους ιατροδικαστές ήταν υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ μετά από περίοδο αποτοξίνωσης. Η οικογένεια της Γουάινχαουζ και φίλοι της παρακολούθησαν την κηδεία της στις 26 Ιουλίου. Το 2011, το άλμπουμ της Back To Black έγινε το πιο επιτυχημένο άλμπουμ του 21ου αιώνα σε πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Δείτε επίσης: Έρχεται το ντοκιμαντέρ για τη ζωή της Έιμι Γουάινχαουζ δέκα χρόνια μετά από τον θάνατό της


Loading

Play