Του Χρίστου Καλουντζόγλου
Μια θεατρική παράσταση με υπόθεση που εκτυλίσσεται στη θάλασσα, για την ακρίβεια πάνω στο ατμόπλοιο Βιρτζίνιαν, φέρνει τους φίλους του θεάτρου στη μεγάλη σάλα ενός εμβληματικού κτηρίου στην πλατεία Ομόνοιας, στο ξενοδοχείο Μπάγκειον. Η παράσταση Lemon, στηρίζεται στη διασκευή που έκανε η σκηνοθέτις Γεωργία Τσαγκαράκη πάνω στον ποιητικό μονόλογο «Novecento», του Alessandro Baricco.
Μια βαθύτατα ανθρώπινη ιστορία για ένα άτομο που επιλέγει να μείνει σε όλη του τη ζωή στη θάλασσα, αποφεύγοντας να κάνει το βήμα που θα τον έφερνε στη στεριά. Κι όλη τούτη η εμπειρία σε ένα χώρο που κάποτε ήταν σημείο αναφοράς της πόλης, στο ξενοδοχείο Μπάγκειον. Ο χώρος διαμορφώνεται σαν αίθουσα χορού της πρώτης θέσης του ατμόπλοιου, η σκηνοθεσία της Γεωργίας Τσαγκαράκη αναδεικνύει το αφαιρετικό σκηνικό, επιτρέπει στους ηθοποιούς να κινηθούν ελεύθερα.
Novecento, ήτοι “ 1900” – αυτό είναι το όνομα του πρωταγωνιστή τούτου του ξεχωριστού κειμένου. Στον ρόλο του “ 1900” ο ηθοποιός Μελαχρινός Βελέντζας, τον οποίον συνάντησα μετά την παράσταση.
Ως πρωταγωνιστής πως έχεις εισπράξει τον ρόλο του “ 1900”, τί προσθέτει η διασκευή στον αρχικό μονόλογο και πως επιτυγχάνετε την αρμονική σκηνική παρουσία που βλέπει ο θεατής ανάμεσα σε σένα και τον Γιώργο Δρίβα, που υποδύεται τον ρόλο του Τιμ Τούνυ, ρωτώ τον Μελαχρινό Βελέντζα. Δείχνει κουρασμένος ύστερα από 70 λεπτά επί σκηνής, όταν απαντά:
«Είναι ένας χαρακτήρας με τον οποίο ταξιδεύουμε παρέα από τον Ιούνιο του 2018 όταν και πήρα την απόφαση να ανεβάσουμε αυτό το έργο. Ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να αποκτήσει τα πάντα αν κατέβαινε στη στεριά κι όμως επιλέγει να ζήσει αφαιρετικά πάνω στο καράβι στο οποίο γεννήθηκε. Οι πολλές επιλογές τον τρομάζουν και προτιμά την απεραντοσύνη που προκύπτει μέσα από το περιορισμένο του κλαβιέ. Αυτό είναι το στοιχείο που τον κάνει να ξεχωρίζει. Πέρα και από το μουσικό του ταλέντο. Η δυνατότητά του να αφαιρέσει ό, τι δεν χρειάζεται. Η διασκευή ζωντανεύει τον ποιητικό λόγο του Baricco και αναδεικνύει την ιστορία του 1900 μέσα από τη σχέση του με το μοναδικό του φίλο Τιμ Τούνυ. Ο 1900 εμπιστεύεται στον τρομπετίστα την προσωπική του ιστορία και ο τελευταίος την αφηγείται με τον πληθωρικό του τρόπο στους θεατές. Λειτουργώντας με τον Γιώργο ως ένα σώμα επί σκηνής, κατά μία έννοια επιστρέφουμε στην αρχική φόρμα του Baricco, φωτίζοντας τον εσωτερικό μονόλογο του κάθε θεατή: στο Lemon αυτός που τελικά μιλάει είναι η προσωπική ιστορία του καθένα από εμάς».
Ο Μελαχρινός Βελέντζας παίζει πιάνο, χορεύει, τραγουδά. Η ενέργειά του κατακλύζει τη σκηνή. Το ίδιο πληθωρικός ο Γιώργος Δρίβας. Οι παραστάσεις στο Μπάγκειον είναι προγραμματισμένες μέχρι το τέλος του Οκτώβρη. Και μετά; Για το ταξίδι της παράστασης Lemon μετά τη “ στάση Μπάγκειον- Ομόνοια”, μας μιλά ο Μελαχρινός Βελέντζας:
«Από το ξεκίνημα αυτού του ταξιδιού, ταξιδεύουμε διαρκώς σε μη αμιγώς θεατρικούς προορισμούς (εν πλω, σε αγκυροβολημένο καράβι, σε καρνάγιο κα). Θέατρο υπάρχει όπου υπάρχουν θεατές. Μετά το Μπάγκειον, θα αποκτήσουμε ένα βαν, το οποίο μέσω εικαστικής – σκηνογραφικής επιμέλειας θα διαμορφωθεί στο βανάκι των Experimento. Με αυτό θα ταξιδέψουμε σε μικρές πόλεις και χωριά σε όλη την Ελλάδα, αναβιώνοντας τη συνθήκη του παλιού μπουλουκιού. Υπάρχει πολιτική θέση απέναντι στα πράγματα πίσω από αυτή την επιλογή. Η δημιουργία μίας ανεξάρτητης δομής που σου επιτρέπει να χαράξεις το δικό σου προσωπικό δρόμο και να κάνεις πράγματα για τα οποία αδιαφορεί η κυρίαρχη πολιτιστική παραγωγή. Αλλά, «κανείς δεν είναι ξεγραμμένος άμα έχει έτοιμη μία καλή ιστορία και κάποιον για να του τη διηγηθεί.»
Για την ιστορία, το Μπάγκειον είναι πραγματικά ένας ιστορικός χώρος. Έργο του αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ, χτίστηκε μεταξύ 1890 και 1894, κατόπιν δωρεάς του Ιωάννη Μπάγκα, ήταν από τα σημεία αναφοράς του κέντρου της Αθήνας και λειτούργησε – έστω σε κατάσταση παρακμής – μέχρι το 1969. Όσο για τον δωρητή Ιωάννη Μπάγκα, από την Κορυτσά μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια, έζησε στο Κάιρο και τελικά εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία, όπου έκανε μεγάλη περιουσία. Βοήθησε με κάθε τρόπο την πατρίδα του και είναι χαρακτηριστικό ότι το 1889, δώρισε όλη την περιουσία του στο ελληνικό κράτος, κρατώντας για τον εαυτό του μόνο 1000 δραχμές τον μήνα.