«Έργο που πραγματεύεται τον φανατισμό και μας διδάσκει πως οφείλουμε να είμαστε ανεκτικοί στη διαφορετικότητα, να μην έχουμε παρωπίδες και να συμφιλιωθούμε με την άλλη άποψη» χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης Michael Seibel το θρυλικό μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο “Το Όνομα του Ρόδου”» που μεταφέρει για πρώτη φορά στην ελληνική θεατρική σκηνή.
Μέσα από τη σκηνοθετική του σκοπιά, όπως εξηγεί σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στην Κατερίνα Γιαννίκη, ο Michael Seibel, επιδιώκει «να καταδείξει τον φανατισμό και τους κινδύνους που εγκυμονεί» και ευελπιστεί ότι μέσα από αυτή την παράσταση, που φέρνει τη φιλοσοφία επί σκηνής, «ο θεατής θα σκύψει περισσότερο μέσα του, θα αναγνωρίσει τον δικό του προσωπικό φανατισμό και θα κατανοήσει πόσο αυτός δυσχεραίνει την ατομική και κοινωνική του ζωή».
Ο γεννημένος στη Γερμανία σκηνοθέτης, ο οποίος ζει εδώ και 25 χρόνια στην Ελλάδα, επισημαίνει ότι «η ανάγκη για αλλαγή» τον ώθησε να έρθει στη χώρα μας. «Η αλλαγή είναι ταυτόσημη με τη ροή της ζωής, μας ωριμάζει και μας κάνει καλύτερους» παρατηρεί και υπογραμμίζει τη σημασία της ανθρωπιστικής παιδείας, που εξοπλίζει τους ανθρώπους με βαθύ και αδιαπραγμάτευτο σεβασμό για την αξία της ανθρώπινης ζωής και αποκαλύπτει ποιος είναι μεγαλύτερος μύθος για τους σκηνοθέτες.
Φιλοσοφία επί σκηνής και πολυεπίπεδη ανάγνωση
«Η αρχική μου σκέψη ήταν το πόσο δύσκολο είναι να καταταχθεί αυτό το συγκεκριμένο έργο του Ουμπέρτο Έκο σ’ ένα λογοτεχνικό είδος. Θα μπορούσε να διαβαστεί ως μεσαιωνικό χρονικό, ιστορικό μυθιστόρημα, αστυνομικό μυθιστόρημα, ιδεολογικό, φιλοσοφικό αφήγημα ή και αλληγορία» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο σκηνοθέτης της παράστασης «Το Όνομα του Ρόδου».
«Μας θυμίζει την πολυειδία, την ανάμειξη των λογοτεχνικών ειδών (contaminatio generum) των ποιητικών έργων της ελληνιστικής περιόδου της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Καταλήγοντας θα έλεγα ότι μάλλον έχουμε να κάνουμε με ένα φιλοσοφικό ανάγνωσμα και ότι η θεατρική μεταφορά θα πρέπει να φέρει τη φιλοσοφία επί σκηνής» υπογραμμίζει.
Η πολυεπίπεδη ανάγνωση του κειμένου αποτέλεσε για τον Michael Seibel πρόκληση ενασχόλησης με το έργο του Ουμπέρτο Έκο και μεταφοράς του στο θέατρο.
«Το μυθιστόρημα “Το Όνομα του Ρόδου” είναι ένα ρεαλιστικό έργο, το οποίο μπορεί να αναγνωστεί σε διάφορα επίπεδα» τονίζει και επεξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι είναι μία αστυνομική ιστορία, στην οποία ο αναγνώστης περιμένει να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος, είναι καθαρά ιστορικό, εκτυλίσσεται στον ύστερο Μεσαίωνα, δίνοντας στον αναγνώστη πολλές πληροφορίες για μία εποχή, που οδεύει αργά και βασανιστικά στην Αναγέννηση και είναι επίσης φιλοσοφικό και θεολογικό.
Το έργο προβάλλει τις αιρέσεις, τις θεολογικές διαφωνίες των λογίων της Εκκλησίας την εποχή εκείνη, τη σύγκρουση του καλού με το κακό, όπως διαφαίνεται μέσα από την αντιπαράθεση των δύο μερών της Ποιητικής του Αριστοτέλη: το πρώτο αναφέρεται στην τραγωδία, δηλ. στο καλό, στο ιερό, το δεύτερο στην κωμωδία και εκπροσωπεί το κακό και το βέβηλο, σημειώνει τονίζοντας ότι το βασικότερο επίπεδο κατά τη γνώμη του είναι καθαρά ποιητολογικής υφής: η αγάπη για τα βιβλία και την ανάγνωση.
Ο φανατισμός αδρανοποιεί τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου
Το έργο πραγματεύεται τον φανατισμό που εμφανίζεται σε διάφορες μορφές σε μια κοινωνία, που μπορεί ακόμα και να οδηγήσει στη δολοφονία κάποιου άλλου, αναφέρει ο Michael Seibel, ο οποίος με τη σκηνοθετική του ματιά καταδεικνύει τους κινδύνους προβληματίζοντας και διδάσκοντας τον θεατή.
«Πρόκειται για ένα έργο που μας διδάσκει πως οφείλουμε να είμαστε ανεχτοί στη διαφορετικότητα, να μην έχουμε παρωπίδες και να συμφιλιωθούμε με την άλλη άποψη» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εκφράζοντας την ελπίδα ότι «μέσα από την παράσταση ο θεατής θα σκύψει περισσότερο μέσα του, θα αναγνωρίσει τον δικό του προσωπικό φανατισμό και θα κατανοήσει πόσο αυτός δυσχεραίνει την ατομική και κοινωνική του ζωή. Θα συνειδητοποιήσει ότι η βιαιότητα και η άκαμπτη μισαλλοδοξία, απόρροια του φανατισμού, αδρανοποιούν τις δημιουργικές του δυνάμεις και παρουσιάζονται ως τροχοπέδη στην εξέλιξή του».
Το «Όνομα του Ρόδου», προσθέτει ο Michael Seibel, δίνει έμφαση και στη σημασία της ορθής, ανθρωπιστικής παιδείας που προσφέρει στους ανθρώπους αφενός την ικανότητα να κρίνουν με αντικειμενικότητα τα δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας και αφετέρου τους εξοπλίζει με βαθύ και αδιαπραγμάτευτο σεβασμό για την αξία της ανθρώπινης ζωής. «Και όλα αυτά τα επιτυγχάνει η ανθρωπιστική παιδεία με την ανάδειξη της σημασίας του διαλόγου στην αναζήτηση της αλήθειας, της ανεκτικότητας στις διαφορετικές απόψεις και αντιλήψεις, της κατανόησης πως η αλήθεια δεν είναι μονοσήμαντη ή μονόπλευρη, αλλά και της αξίας της αμφισβήτησης ως μέσου για τη διαρκή βελτίωση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Η ελευθερία έκφρασης και σκέψης, η διαλλακτικότητα και η μετριοπάθεια συνιστούν βασικές ποιότητες για τους πολίτες μίας υγιούς κοινωνίας» εκτιμά.
Για τον σκηνοθέτη, ο οποίος έχει διατελέσει Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Λυρικής Σκηνής και του Int. Opera Studio του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, το θέατρο ως τέχνη είναι καταρχήν μία πολιτική πράξη και άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνία, «ούτε παίρνει το μέρος κανενός, ούτε εκλαμβάνεται ως όργανο χειραγώγησης».
Η μόρφωση συμβάλλει στην απόκτηση της εσωτερικής ελευθερίας
Το θέμα της μόρφωσης, το οποίο απασχολεί κάθε κοινωνία και της δύναμής της, που είναι και το βασικότερο επίπεδο ανάγνωσης του μυθιστορήματος του Έκο, το κάνει, κατά την άποψη του σκηνοθέτη, μία οικουμενική ιστορία που είναι επίκαιρη έως τις μέρες μας. «Η μόρφωση είναι ένας βασικός παράγοντας, καθοριστικός και καταλυτικός για την πορεία της ζωής του ανθρώπου και την εξέλιξή του. Οδηγεί στη γνώση, η οποία δεν περιορίζεται στον επαγγελματικό τομέα μόνο, αλλά συμβάλλει στην ανάπτυξη του εσωτερικού κόσμου και της συνείδησης του κάθε ανθρώπου για την απόκτηση της εσωτερικής ελευθερίας» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο σκηνοθέτης είναι διευθυντής ορχήστρας
Ο μεγαλύτερος μύθος για τους σκηνοθέτες είναι ότι είναι δικτάτορες, ότι είναι αυτοί οι οποίοι λαμβάνουν τις τελικές αποφάσεις και κατά συνέπεια αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την υλοποίηση ενός θεατρικού πρότζεκτ, τόσο στον αισθητικό όσο και στον οργανωτικό τομέα, εκτιμά ο Michael Seibel. «Οι επαγγελματίες σκηνοθέτες, γνωρίζουν ότι βρίσκονται στην κορυφή μίας ομάδας, η οποία μέσα από το πνεύμα της συνεργασίας μπορεί να οδηγηθεί σε ένα αισθητικά άρτιο αποτέλεσμα. Αυτό που πραγματικά βλέπουν οι θεατές είναι το αποτέλεσμα της εργασίας μίας ομάδας καλλιτεχνών υπό την καθοδήγηση ενός σκηνοθέτη, το οποίο μπορούμε να παραβάλλουμε με αυτό μίας συμφωνικής ορχήστρας, της οποίας ηγείται ο μαέστρος, ο διευθυντής της ορχήστρας» συμπληρώνει.
Το θέατρο δεν είναι ποτέ η εργασία ενός και μοναδικού ανθρώπου, επισημαίνει και δηλώνει ότι αισθάνεται τυχερός, γιατί εδώ και πολλά χρόνια έχει στο πλευρό του σημαντικές προσωπικότητες καλλιτεχνών, οι οποίοι εγγυώνται το ύψιστο αισθητικό αποτέλεσμα στην υλοποίηση μίας σκηνοθετικής σύλληψης και μία πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών στο πλάι του, που είναι σε θέση να επωμιστούν το ειδικό βάρος που απαιτεί μία τέτοια παράσταση και ανταποκρίνονται επάξια στις σκηνοθετικές του οδηγίες αποτυπώνοντας στη σκηνή ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Ο Michael Seibel ακολούθησε καριέρα σκηνοθέτη, πεπεισμένος ότι η τέχνη και το θέατρο απευθύνονται στους ανθρώπους που την χρειάζονται και όχι στους ανθρώπους που τη δημιουργούν και το πρώτο έργο που σκηνοθέτησε ήταν «Οι Τρεις Αδελφές» του Άντον Τσέχοφ.
Το θέατρο, η όπερα δίνουν τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη να συναντά πολλούς ανθρώπους και να μιλά μαζί τους σε μία γλώσσα, η οποία φέρει στο φως το ουσιώδες και το πολύτιμο. «Εφόσον συμβαίνει αυτό, τότε συμβαίνει και η αλλαγή και αυτό οδηγεί μία κοινωνία μπροστά. Μιλάμε για τη συνεχή αλλαγή και όχι για την αποτελμάτωση και στασιμότητα σε παρωχημένες δομές. Η αλλαγή είναι ταυτόσημη με τη ροή της ζωής, μας ωριμάζει και μας κάνει καλύτερους» εκτιμά μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η παράσταση «Το Όνομα του Ρόδου» σε διασκευή Stefano Massini, σκηνικά-κουστούμια, Λαμπρινής Καρδαρά, μουσική, Γιώργου Καγιαλίκου στην οποία παίζουν, μεταξύ άλλων οι Δημήτρης Μπικηρόπουλος, Μίλτος Δημουλής, Αντώνιος Αντωνιάδης, Δημήτρης Νικολόπουλος, Γιάννης Πολιτάκης, Κωνσταντίνος Συράκης, Παναγιώτης Σπηλιόπουλος, ανεβαίνει στην Αθήνα, στο Altera Pars κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη στις 21:00.
Η θεατρική παράσταση τελεί υπό την Αιγίδα του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και έχει ενταχθεί στο επίσημο πρόγραμμα της πρωτοβουλίας της πρεσβείας της Ιταλίας στην Αθήνα στον τομέα του Πολιτισμού «Tempo Forte».