Ο ένας παλεύει κάθε τόσο να ρίξει στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή του τις λέξεις με τις οποίες δουλεύει καθημερινά. Ο άλλος αγωνίζεται να βάλει σε τάξη τα φαγώσιμά του και να τα βολέψει στις κατσαρόλες του πρωί και βράδυ. Ο ένας είναι ποιητής κι ο άλλος μάγειρας. Υπάρχει περίπτωση να συναντηθούν ποτέ οι δυο τους, κι αν ναι, πού ακριβώς μπορεί να καταλήξει αυτό το απρόσμενο συναπάντημα; Την απάντηση μας δίνει ο Αντώνης Καρτσάκης, που έχει εργαστεί στη μέση εκπαίδευση, έχει χρηματίσει διευθυντής λυκείου και σχολικός σύμβουλος και έχει δημοσιεύσει μελέτες για την κριτική, την ποίηση και την αισθητική, αλλά δεν ξέχασε ποτέ την κρητική του καταγωγή και τη λατρεία του για τη μαγειρική. Καρπός της τελευταίας της πλευράς του είναι το βιβλίο «Νόστιμη ποίηση. Μαγειρεύοντας με στίχους», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις της Εστίας και μοιάζει με ταξίδι σε έναν διπλό (με αξεχώριστα τα μέρη που τον αποτελούν) κόσμο: τον κόσμο των γεύσεων και τον κόσμο της ποίησης και ειδικότερα του δεκαπεντασύλλαβου.
Ο δεκαπεντασύλλαβος είναι ο στίχος της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, αλλά και ο στίχος στον οποίο γράφτηκαν τα μεγάλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα (από τον Μπεργαδή μέχρι τον Βιτσέντζο Κορνάρο). Ως Κρητικός, ο συγγραφέας θα παραπέμψει στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής και θεατρικής παραγωγής του νησιού, ξεκινώντας από τον σατιρικό Στέφανο Σαχλίκη και φτάνοντας μέχρι τον κωμωδιογράφο Αντώνιο Φώσκολο. Κι αυτό είναι μόνο η αρχή γιατί ο Καρτσάκης παραπέμπει επίσης στη βυζαντινή λογοτεχνία, όπως και στη νεότερη ελληνική ποίηση (από τον Καβάφη, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι τον Χριστόφορο Λιοντάκη) μαζί με πλήθος αναφορές στις ευρωπαϊκές της κατακτήσεις.
Παρά την εκπαιδευτική του ιδιότητα, ο συγγραφέας αποφεύγει στο βιβλίο του τον οποιοδήποτε διδακτισμό. Η άτυπη ιστορία της ποίησης είναι κρυμμένη πίσω από τις δεκαπεντασύλλαβες συνταγές του και το λογοτεχνικό παιχνίδι συνοδεύει διαρκώς τον στίχο του, όπου παρεισδύουν μεταμφιεσμένοι όχι μόνο οι ποιητές της Κρητικής Αναγέννησης και της βενετσιάνικης Κρήτης, αλλά και πλήθος εκπροσώπων του ελληνικού μοντερνισμού και του ελεύθερου στίχου. Συνταγές για σελινοσαλάτα και ρύζι, για σούπες και κεφτεδάκια, για πένες και τορτελίνια ή για αχλάδια και λαχανικά, όπου ο Καρτσάκης μιλάει για τον τρόπο με τον οποίο προετοιμάζει και στρώνει το τραπέζι του, καθώς και για την αγάπη που καλείται πάντοτε να στεφανώσει τα πιάτα του: αγάπη που παραμερίζει το εξεζητημένο φαγητό και τις γκουρμεδιάρικες γεύσεις, προτιμώντας ό,τι φτιάχνεται με υλικά παρμένα απευθείας από τη φύση και εφαρμόζοντας μεθόδους οι οποίες κληρονομήθηκαν από τις μαμάδες και τις γιαγιάδες μας. Η αγάπη, όμως, έχει να κάνει και με τη συμποτική, εορταστική ατμόσφαιρα της βρώσης: με τους δεσμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους και εραστές όταν απλώνουν τα χέρια τους πάνω από ένα λαχταριστό έδεσμα.
Κι ας μην περιοριστούμε στα προηγούμενα, διότι το βιβλίο κλείνει με μια σειρά από πεζόμορφες συνταγές (τις διαβάζουμε και τις εκτελούμε με φροντίδα και προσοχή) για ορεκτικά, σούπες, δημητριακά, ζυμαρικά, ψάρια, θαλασσινά, κρεατικά, χορτοφαγικά, καθώς και ποικίλα επιδόρπια. Στις έμμετρες πάντως συνταγές του, ο Καρτσάκης πετυχαίνει και κάτι άλλο: μας δίνει τα πάντα με ένα καλόγνωμο, κάποτε μέχρι και σπαρταριστό χιούμορ από τα βέλη του οποίου δεν γλιτώνει κανένας – και δεν γλιτώνει πρωτίστως ο ίδιος, που κοροϊδεύει με τεράστια άνεση το είδωλό του στον καθρέφτη και χλευάζει τις εμμονές του, χωρίς ευτυχώς να καταλήγει ποτέ στον αρνητικό ναρκισσισμό ή σε εύκολες αποκαθηλώσεις (του εαυτού του και των άλλων). Εκείνα που απολαμβάνουμε πάνω από κάθε τι άλλο στο βιβλίο είναι η υλική αίσθηση των πραγμάτων και η απλοχεριά των γεύσεων: υφές, μυρωδιές, χρώματα, απρόσμενα μυστικά, χάρες που δεν υποπτευόμαστε και άπειρα μαγευτικά στοιχεία που θα είχαν περάσει σε άλλη περίπτωση παντελώς απαρατήρητα.
Να, λοιπόν, που η ποίηση δεν είναι αυτό που έχουμε συνήθως κατά νουν όταν ακούμε γι’ αυτή (ένα περίκλειστο και εν πολλοίς ακατάληπτο ιδίωμα, μια αργκό για λίγους και εκλεκτούς) και ιδού επίσης που το φαγητό δεν είναι μια αναγκαία πλην μηχανικά επαναλαμβανόμενη συνήθεια. Ο συγγραφέας δίνει φτερά και στα δύο, επιτρέποντας στην ποίηση να απευθυνθεί σε όλους μας, και αποδίδοντας στο φαγητό τιμές που πηγαίνουν πέρα από τη γλώσσα είτε της καθημερινής αφάνειας είτε της υψηλής γαστρονομίας.
Β. Χατζηβασιλείου