Ο «Πατέρας» είναι ένα έργο κοινωνικών ρόλων, που παραδίδονται στη φωτιά.
Η πατρότητα, η μητρότητα, η φιλία, το ήμισυ της οικογενειακής εστίας, γιατί το άλλο ήμισυ είναι η/ο σύντροφος… Δυναμίτης σε όλα. Όχι τόσο επειδή ο συγγραφέας (Αύγουστος Στρίντμπεργκ) γουστάρει να προβοκάρει τις «ιδανικές σχέσεις», όσο επειδή αυτές αντιστοιχούν σε τρόπαια, που τα κερδίζεις με το κυνήγι, όπου δεν υπάρχει δικαιοσύνη.
Το κομμένο κεφάλι του θηράματός σου είναι εκεί για να αποδεικνύει την επιβολή σου επί του αδυνάτου. Θυμίζει την κοινωνία των ζώων, όπου ένστικτα και μυϊκή δύναμη καθορίζουν το αποτέλεσμα. Αλλά δεν είναι.
Μιλάμε για ανθρώπινες συμπεριφορές που συνιστούν το τοξικό περιβάλλον μιας σύγχρονης οικογένειας και που με τη σοκαριστική νεορεαλιστική ματιά του Βασίλη Μπισμπίκη ξεθεμελιώνουν όλα τα «πολιτικώς ορθά» στοιχεία της.
Μιλάμε για έναν παραληρηματικό καταιγισμό συναισθημάτων εκφρασμένων μέσα από ύβρεις και βία, που εκλιπαρεί για μια στιγμή ειρήνης και γλύκας και τι κρίμα, που αυτή έρχεται με τον θάνατο…
Μιλάμε για τον άνδρα που προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει τον ρόλο του στυλοβάτη της οικογένειας, για τη γυναίκα που χρεώνει και φτύνει στα μούτρα του όλες τις αποτυχίες της ζωής της, για την έφηβη κόρη που προσπαθώντας να πείσει για τα όνειρά της, ξεπερνάει ξεδιάντροπα τα όρια της ιερής σχέσης πατέρα-θυγατέρας. Αλλά είναι παραμονή πρωτοχρονιάς και μέσα στον οχετό λόγου και συναισθήματος, ο Μπισμπίκης ξερνάει στα μούτρα του κοινού του ΚΑΙ την υποκριτικά θρησκειολογική διάσταση της «συμβατικής εστίας», σφηνώνοντας στο στόμα τού πατέρα το «πάτερ ημών» πριν το παραδοσιακό εορταστικό δείπνο!
Δεν περίμενα να δω τον, προ 30ετίας και βάλε, «Πατέρα» του Αλέξη Μινωτή και της Νέλλης Αγγελίδη, στο Εθνικό. ‘Αλλωστε, ο Ίλαρχος και η σύντροφός του Λάουρα (κατά το πρωτότυπο κείμενο του Σουηδού συγγραφέα) είναι φιγούρες που κινούνται σχεδόν προβλέψιμα μέσα στις αγκυλώσεις της εποχής και στις συμβάσεις ενός άγραφου θεατρικού κανονισμού. Η αντιπαράθεση ενός ζεύγους, τα μέλη του οποίου δεν αφήνονται σε ανακουφιστικές ύβρεις, είναι το «τακτ», η λεπτή γραμμή που κρατάει τον θεατή σε απόσταση ασφαλείας, κι ας βιώνει ίσως ο ίδιος μία αντίστοιχη προβληματική σχέση.
Όχι, δεν περίμενα να δω μια τέτοια παράσταση… Οι κοινωνίες εξελίσσονται και μαζί τους ασφαλώς και τα εκφραστικά μέσα της τέχνης. ‘Αλλωστε, και ο Μπισμπίκης έχει ήδη πείσει για τη διαδρομή τού ωμού ρεαλισμού που επέλεξε, ρίχνοντας -για αρχή- στο πεδίο τής δράσης τούς ηθοποιούς του με τα πραγματικά τους ονόματα. Στον δικό του «Πατέρα» -στο θαυμάσιο σκηνικό (Μαρία Καραθάνου) του θεάτρου «Αποθήκη»- ο Ίλαρχος ‘Αντολφ είναι πλέον ο Τάσος που παλεύει να συλλάβει τη «χρυσή» επιχειρηματική ιδέα για να βγάλει την οικογένειά του από την ανέχεια. Η αγράμματη πονηρή Λάουρα γίνεται χειριστική χύμα Μαρίνα και βλέπει την καλλιτεχνική της καριέρα, ποδοπατημένη από το πείραμα «οικογένεια» που δεν της έκατσε. Η γλυκιά σχεδόν άβουλη κόρη Βέρθα, είναι η Νικολέττα, το αγρίμι που επικεντρώνει τα εφηβικά του όνειρα στο τρίπτυχο «κλαρίνο-κάβλα-επανάσταση». Αλλά και οι μεταλλαγμένοι -από το αρχικό κείμενο ρόλοι- του Σήφη, φίλου και συνεταίρου τού Τάσου, και της μάνας τού πρωταγωνιστή, Γιάννας, δεν είναι μόνον απολύτως ρεαλιστικοί, είναι και σχεδόν κοινότοπα συνήθεις. Ένας άνδρας, αμετανόητα επιρρεπής στο γυναικείο φύλο -ως εκ τούτου θύμα και ο ίδιος- μία μάνα ανοϊκή, αγκιστρωμένη σε τραυματικές εικόνες του εμφυλίου και σε συμβάσεις μιας εποχής που δείχνει να έχει φύγει ανεπιστρεπτί… «βρείτε τα, αγόρι μου. Είναι καλό κορίτσι…».
Όσο για τους… ποιούντες ήθος…
Τείνω πια να πεισθώ πως ο (Τάσος) Ιορδανίδης είναι ένα γνήσιο παιδί του σανιδιού κι όσο επιμένει να πειραματίζεται, να εκτίθεται, να ζει πάνω σ΄ αυτό, τόσο θα ωριμάζει, θα μεστώνει και θα ακριβαίνει. Πλούσιος, με τη συνήθη διευρυμένη απόδοση της λέξης, δεν θα γίνει ποτέ (το θέατρο δεν έκανε κανέναν πλούσιο). Είναι, όμως, στον σωστό δρόμο για να γίνει «πολύ-ούσιος», κατά τη στενή απόλυτη ετυμολογία της. Γιατί αυτό προσφέρει η τέχνη. Ουσία. Και ο Ιορδανίδης είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης.
Εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη είναι η εμφάνιση της (Μαρίνας) Ασλάνογλου και αντίστοιχη έκπληξη η ερμηνεία τής (Νικολέττας) Χαρατζόγλου. Για να είμαστε ακριβείς και δίκαιοι, στους ρόλους του νεορεαλισμού, η απόσταση μεταξύ του πραγματικού και του γραφικού είναι επικίνδυνα μικρή. Αναζητώντας το αποτέλεσμα, που θα φτάσει ως ηχηρό μήνυμα στην πλατεία, ο σκηνοθέτης κρατά τον ήρωα στα άκρα. Αυτά θα γίνουν το βάθρο του, αυτά και το βάραθρό του… Το στοίχημα έχει κερδηθεί όταν η κραυγή δεν γίνει υστερία. Υγεία είναι η κραυγή. Όχι η υστερία. Λοιπόν, οι κυρίες της παράστασης κραύγασαν με εντυπωσιακό σθένος και αλήθεια, μοιράζοντας κύματα ανατριχίλας στο κοινό τους. Τι ωραία όταν ο σκηνοθέτης απελευθερώνει τους ηθοποιούς του!
Θαυμάσιος, με δυναμική και πάθος, στον ρόλο τού φίλου, ο (Ιωσήφ/Σήφης) Ιωσηφίδης πιστώνεται το δικό του γενναίο μερίδιο στην πραγματικότητα του «Πατέρα», που διεκδικεί ένα κοινό σύγχρονο, απενοχοποιημένο, στερεωμένο στις αλήθειες του.
Τι να πει κανείς για τη (Γιάννα) Σταυράκη… Είναι μια κυρία του θεάτρου, που στη συγκεκριμένη εμφάνιση, εκτός από την πείρα και το ταλέντο της, έχει έναν επιπλέον λόγο να συγκινεί: «Kομίζει» τα πραγματικά, δικά της, βιώματα από τον εμφύλιο.
Εντέλει, ο «Πατέρας» του Στρίντμπερκ σε διασκευή, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη είναι δυνατή κλωτσιά στα αχαμνά μιας κοινωνίας, που γεννάει τέρατα στις βασικές δομές της και η ανταπόκριση του κοινού δείχνει πως αυτή η δημιουργική «εμμονή» τού τόσο τολμηρού εκπροσώπου της νέας γενιάς των θεατρανθρώπων, εξελίσσεται στο σωστό timing. Ό,τι πέρασε αργά και μεθοδικά στο ευρωπαϊκό και κυρίως στο … «μη μου άπτου» εγγλέζικο θέατρο τον τελευταίο μισό αιώνα, ο Μπισμπίκης το πέταξε ανελέητα στο κεφάλι του ελληνικού κοινού. Ο νεορεαλισμός στον ρόλο, στον λόγο, στον χρόνο, στον τόπο είναι εδώ. Χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς στρογγυλεμένες γωνίες, χωρίς ντροπές και υποκριτικές συμπεριφορές…
Μην το χάσετε.