«Και τι είν’ ωρέ ο θάνατος μπρος στην ασυμμετρία;» είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Κώστα Μαρδά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καμπύλη.
Στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, που είχε τίτλο «Γυμνή θεολογία» και κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Βακχικόν, ο ποιητής μιλούσε για τον κόσμο της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, κατονομάζοντας ένα προς ένα τα προβλήματα και τα αδιέξοδά του: οι πρόσφυγες και οι εξόριστοι που περιφέρονται σε άνυδρους και αφιλόξενους τόπους, οι τερατωδίες της τεχνολογίας που στερούν το άτομο από την ελευθερία και την προσωπικότητά του, η υπαγωγή των εξουσιών σε αλλότρια συμφέροντα, η απόκρυψη της καθημερινής αθλιότητας από τον δημόσιο λόγο, εν ονόματι μιας άνευ νοήματος ομοθυμίας και ενότητας, οι άνθρωποι που χάνουν την υπόσταση και την ακεραιότητα τους σε μια κοινωνία η οποία όχι μόνο δεν μπορεί να τους υποσχεθεί το παραμικρό, αλλά τους δυσκολεύει να υπομείνουν και τον ήδη πολλαπλά παρεμποδισμένο βίο τους.
Το κοινωνικό βλέμμα και η συχνά οργισμένη κριτική για τον καθημερινό μας περίγυρο δίνουν γενναία το παρόν και στο καινούργιο βιβλίο του Μαρδά, με τη διαφορά πως στη θέση του θυμού και της οργής έχουν μπει τώρα η ειρωνεία και ο σαρκασμός, προκαλώντας ένα πολύ πιο άμεσο και δραστικό αποτέλεσμα: «Ηγέτες και καταστροφές / λατρεία των λαών μας» ή «Να ‘χει πληγές το σώμα σου / άσπιλο μην τ’ αφήνεις», ή και «Μαβιές, σκληρές, τρεμάμενες / οι Κυριακές στον κόσμο».
Το άτομο εξακολουθεί να συντρίβεται στις σκληρές και κοφτερές πέτρες των κοινωνικών συνθηκών υπό τις οποίες καλείται να ζήσει (για την ακρίβεια, να επιζήσει), αλλά ο ποιητής ενισχύει πλέον τον λόγο του και με άλλα στοιχεία, που αποκτούν μια πιο εδραία θέση στις εικόνες του από εκείνην την οποία κατείχαν παλαιότερα, με το αντιθετικό ζεύγος του έρωτα και του θανάτου να διεκδικεί πλέον κυρίαρχο ρόλο: ο έρωτας συνδυάζει την απόγνωση με το πάθος και την αγάπη ενώ ο θάνατος συνενώνει τον τρόμο με το σθένος της αποδοχής του μοιραίου. Κοντά στον έρωτα και τον θάνατο λειτουργεί κι ένα διακριτικά τοποθετημένο θρησκευτικό δεδομένο με την έννοια όχι της εκτέλεσης κάποιου καθήκοντος, αλλά της έκφρασης μιας πίστης η οποία ξεκινάει από τα βάθη της ύπαρξης.
Ιδιαίτερη θέση επιφυλάσσει ο Μαρδάς στο βιβλίο του για την ίδια την τέχνη της ποίησης, που μετατρέπεται αίφνης σε σωτήριο βίωμα, σε έναν τρόπο για μεταμορφωθεί η δύσκολη καθημερινότητα σε υπερβατική συνθήκη, ικανή να προσφέρει την απαντοχή για τον πόνο και την ελπίδα για το σωματικό ή το ψυχικό βασανιστήριο.
Και σε μια τέτοια προοπτική, ο Μαρδάς φροντίζει με εξαιρετική επιμέλεια και τον στίχο του, γράφοντας ποιήματα τα οποία χωρίζονται κατά κανόνα σε επτά στροφές και αποτελούνται από επτασύλλαβα και οκτασύλλαβα δίστιχα (κάτι σαν σπασμένος δεκαπεντασύλλαβος), παραπέμποντας στο δημοτικό και στο κλέφτικο τραγούδι και δίνοντας στη συλλογή του έναν εσωτερικό μουσικό ρυθμό. Ρυθμός ο οποίος τη βοηθάει όχι μόνο να απευθυνθεί καλύτερα στο αυτί μας αλλά και να στεγάσει κάτω από τη γραμμή της παράδοσης με την οποία συνομιλεί ακατάπαυστα τη σύγχρονη γλώσσα του ποιητή μαζί με όλη τη φαντασιακή της δύναμη.