Πρωτότυπο λογοτεχνικό παιχνίδι στο βιβλίο του Ρωμανού Καπέλη “Ευτυχώς, δυστυχία”

Πρωτότυπο λογοτεχνικό παιχνίδι στο βιβλίο του Ρωμανού Καπέλη “Ευτυχώς, δυστυχία”

Ένα πολύ πρωτότυπο και προσωπικό πεζό είναι το βιβλίο του Ρωμανού Καπέλη «Ευτυχώς, δυστυχία», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις της Οδού Πανός. Ο συγγραφέας είναι πολύ νέος (γεννημένος το 1996) και δοκιμάζει τις δυνάμεις του στη λογοτεχνία με έναν παρατεταμένο μονόλογο ο οποίος ενώ μοιάζει να απευθύνεται εις εαυτόν, καταφέρνει να υπερβεί τα όρια της αυτοβιογραφίας ή μιας ναρκισσιστικής προβολής του εγώ, προσκαλώντας μας να λάβουμε ενεργά μέρος στο λογοτεχνικό του παιχνίδι. Ο Καπέλης έχει σπουδάσει Πολιτική και Μάνατζμεντ στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ, αλλά ξέρει πώς να μη φορτώσει το κείμενό του με φιλοσοφικές ιδέες, όπως και πώς να μην το επιβαρύνει με περιττές φιλολογικές παραπομπές.

Τι ακριβώς, όμως, κάνει ο συγγραφέας και πώς σχεδιάζει την παρτίδα την οποία ανοίγει για λογαριασμό του αναγνώστη; Ξεκινώντας, φαίνεται σαν να προετοιμάζει ένα αυτοπορτρέτο, σαν να σκιαγραφεί μιαν εικόνα της πορείας της ζωής του ερήμην οποιουδήποτε άλλου. Όσο, ωστόσο, αναπτύσσεται η δράση, όσο ο μονόλογος αποκτά μέγεθος και βάθος (σάρκα και οστά), καταλαβαίνουμε πως ο Καπέλης σκηνοθετεί, εκτός από μια διαδρομή αυτογνωσίας, και ένα ταξίδι γνωριμίας με όσους παρακολουθούν το ξετύλιγμα της γραφής του, με όσους γίνονται μάρτυρες της στροφής του προς τα ένδον. Έτσι, από ένα σημείο και μετά, η διαδρομή του επιζητεί και καταλήγει να γίνει και δική μας διαδρομή, κατορθώνοντας να ταυτιστεί με τις δικές μας ανησυχίες και τις δικές μας αναζητήσεις. Κι εδώ θα διαπιστώσουμε γρήγορα πως ξεκινάει και μια παράλληλη διαδικασία: από φυσικό όνομα και πρόσωπο, ο Καπέλης μεταμορφώνεται σε λογοτεχνικό ήρωα, σε έναν πρωταγωνιστή ο οποίος γράφοντας απευθύνεται στον εαυτό του και τους άλλους, ζητώντας τους να συμμεριστούν την τύχη του σε μιαν αδιάκοπη περιπλάνηση.

Τι σημαίνει, παρόλα αυτά, περιπλάνηση και τι συναντά ο συγγραφέας στους τόπους στους οποίους έχει αποφασίσει να περιηγηθεί; Με συχνά σαρκαστικό ύφος, ο Καπέλης υποδύεται άλλοτε έναν κυνικό ο οποίος απορρίπτει τον κόσμο και τους ανθρώπους στο σύνολό τους, άλλοτε έναν υπερφίαλο γλωσσοπλάστη ο οποίος φαντάζεται πως θα κυβερνήσει με τη δύναμη της γλώσσας του το σύμπαν και άλλοτε έναν καλλιτέχνη υπεράνω πάσης κριτικής ο οποίος θαυμάζει τον τρόπο που έχει η τέχνη του για να διαπερνά το σκοτάδι με τις αστραπές της και να θριαμβεύει. Όλα αυτά, πάντως, αποτελούν μόνο τη μια πλευρά της προσωπικότητας που κυριαρχεί στο βιβλίο. Γιατί η άλλη πλευρά μοιάζει εντελώς αντίθετη, με τον κυνικό κήνσορα να μετατρέπεται σε φοβισμένο ικέτη, τον υπερφίαλο γλωσσοπλάστη να παγιδεύεται μέσα στη γλωσσική του οίηση και τον υπεράνω πάσης κριτικής καλλιτέχνη να τρέχει πίσω από το άρμα μιας τέχνης που δεν μπορεί να ελέγξει.

Φυσικά, όλα αυτά δεν παραπέμπουν σε αντινομίες και αντιφάσεις, σε έναν συγγραφέα ο οποίος δεν έχει τη δυνατότητα να βρει και να εξασφαλίσει την ισορροπία του, αλλά σε ένα σύνολο αντιθέσεων που οδηγούν μέσα από την αντιπαράθεση και ταυτοχρόνως τον αλληλοσυσχετισμό τους σε αυτό το οποίο λέγαμε προεισαγωγικά: σε ένα ακούραστο λογοτεχνικό παιχνίδι, που εντάσσει τα διαφορετικά του μέρη σε μια ενιαία σύνθεση, αφήνοντας την τελική απόφαση για το πού πέφτει το μεγαλύτερο βάρος (αν κάπου πέφτει εντέλει το βάρος) στην κρίση του αναγνώστη.

Πολλές φορές ένα πρώτο, νεανικό βιβλίο μάς αφήνει με τη γεύση του ανώριμου και του ανολοκλήρωτου επειδή ο δημιουργός του αναζητεί ακόμη την ταυτότητά του, επειδή είναι σαν να μην έχει ανακαλύψει ακόμη τον τρόπο με τον οποίο θα κατασταλάξει. Δεν είναι αυτή η περίπτωση του Ρωμανού Καπέλη, που κερδίζει εξαρχής το στοίχημά του, μολονότι φτιάχνει ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Αλλά μήπως ένα τέτοιο σταυρόλεξο δεν είναι πάντοτε η καλή λογοτεχνία, ιδίως όταν αποφασίζει να αναμετρηθεί με ζητήματα όπως το λογοτεχνικό παιχνίδι και το λογοτεχνικό εργαστήριο;

Β. Χατζηβασιλείου

©Πηγή: amna.gr

Loading

Play