Νέα σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κινητά ευρήματα που χρονολογούνται στην περίοδο ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού (περ. 1250 π.Χ.), έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην ακρόπολη του Γλα, στη Βοιωτία, από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, στο πλαίσιο πενταετούς αρχαιολογικού προγράμματος επιφανειακής, γεωφυσικής και ανασκαφικής έρευνας (2018-2022).
Συγκεκριμένα η ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού αναφέρει τα εξής: «Η μυκηναϊκή εγκατάσταση στον Γλα, μια απόκρημνη νησίδα στο μέσον του απώτατου βορειοανατολικού μυχού της Κωπαΐδας, ιδρύθηκε κατά τον 13ο αιώνα π.Χ., συγχρόνως με τα έργα αποστράγγισης της λίμνης, τα οποία συνιστούν ένα από τα πιο εντυπωσιακά και μεγαλόπνοα τεχνικά έργα της ελληνικής προϊστορίας. Είναι η μεγαλύτερη μυκηναϊκή ακρόπολη -επταπλάσια σε έκταση από τις Μυκήνες- που έχει ερμηνευθεί από τον αείμνηστο Σπυρίδωνα Ιακωβίδη ως οχυρό και οικονομοτεχνικό κέντρο λειτουργίας των αποστραγγιστικών έργων, καθώς και ως σταθμός συγκέντρωσης και επεξεργασίας της αγροτικής παραγωγής της περιοχής. Η κεντροβαρική της θέση, που παρείχε απεριόριστη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, ενίσχυε τη δυνατότητα εποπτείας της πεδιάδας, ιδιαιτέρως του ανατολικού της τμήματος, καθώς και την γρήγορη πρόσβαση στον βόρειο Ευβοϊκό κόλπο, διευκολύνοντας τις θαλάσσιες επικοινωνίες».
«Ωστόσο», όπως διευκρινίζεται, «τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Γλα δεν παραπέμπουν σε μια ανακτορική θέση με πολυδύναμα τμήματα και πολλαπλά αρχεία γραμμικής γραφής ή μια μυκηναϊκή ακρόπολη με την τυπική έννοια του όρου. Η επισήμανση αυτή, καθώς και η φαινομενική κατάληψη με οικοδομικά κατάλοιπα μόνο του 30% της ακρόπολης αναλογικά με την γιγαντιαία της έκταση (200 στρ.), δημιουργούσαν ποικίλους προβληματισμούς για τον χαρακτήρα και τον ρόλο που διαδραμάτιζε στο πολιτικό περιβάλλον της ανακτορικής βόρειας Βοιωτίας και κυρίως τη σχέση της με τη Θήβα και τον Ορχομενό. Οι προβληματισμοί αυτοί αποτέλεσαν το έναυσμα για την επανέναρξη των ανασκαφών στην ακρόπολη του Γλα το 2018, μετά από παύση μιας εικοσαετίας».
Ως προς τα αποτελέσματα της διετίας 2018-2019, που «υπήρξαν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά», το ΥΠΠΟΑ, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Στο βορειοδυτικό, νοτιοδυτικό και νότιο τμήμα της ακρόπολης ήρθαν στο φως πέντε νέα οικοδομικά συγκροτήματα (που συμβατικά ονομάστηκαν “Μ”, “Ν”, “Ο”, “Ρ” και “Q”), μεμονωμένα ή σε συστάδες, μεγάλων διαστάσεων, που χαρακτηρίζονται από συμμετρία και αξονική διάταξη και συμπληρώνουν σημαντικά την κάτοψη της ακρόπολης. Στα ευρήματα από τους χώρους αυτούς περιλαμβάνονται, εκτός από αγγεία αντιπροσωπευτικά της μυκηναϊκής περιόδου (ψευδόστομοι αμφορείς, σκύφοι, υδρίες, κύλικες, ασκοί, πρόχοι, μαγειρικά σκεύη κά), θραύσματα τοιχογραφιών, μολύβδινα αγγεία και τμήματα από ανθρωπόμορφα μυκηναϊκά ειδώλια, καταδεικνύοντας την ύπαρξη της γνώριμης, κοινής πολιτιστικής και καλλιτεχνικής παράδοσης των χρόνων της ευρύτατης μυκηναϊκής εξάπλωσης».