Αναμονή. «Σκοτεινό Νερό. Τέσσερις μέρες βροχής στην πόλη της Νάπολης εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος» είναι ο τίτλος του πρώτου λογοτεχνήματος του Ιταλού δημοσιογράφου Νικόλα Πουλιέζε (1944-2012) που εμφανίζεται στη γλώσσα μας: «Malacqua» στο πρωτότυπο· στη ναπολιτάνικη διάλεκτο δηλώνει την κακοκαιρία, αλλά χρησιμοποιείται και με τη μεταφορική έννοια, προσδιορίζοντας μια αβέβαιη, αντίξοη περίσταση, επίσης μια νευρική ή αγχώδη ψυχική κατάσταση, όπως πληροφορεί στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης η μεταφράστρια Ευαγγελία Γιάννου. Η οποία μας ξεναγεί στο «Σκοτεινό Νερό» που επέλεξε ο ίδιος ο Ίταλο Καλβίνο να εκδώσει το 1977 στον μεγάλου κύρους εκδοτικό οίκο Einaudi, όπου ήταν υπεύθυνος της λογοτεχνικής σειράς.
Αναμονή, προσμένοντας. Τι; Μέσα στην ακατάπαυστη βροχόπτωση, για μια Ναπολιτάνα ηρωίδα του λογοτεχνήματος, «…δεν φαινόταν τίποτα, μόνο το ακαθόριστο γκρίζο, αισθανόσουν την υγρασία στον αέρα, βέβαια, κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο σημείο, βρισκόταν η ζωή, αληθινή και πυκνή ζωή, που γλιστρούσε από τα δικά της χέρια, μέρα με τη μέρα…» «Τι σημαίνει αληθινή ζωή και πώς την προσλαμβάνει κάποιος που αδυνατεί να αλλάξει την υπάρχουσα ζωή του;» αναρωτιέται η Ευαγγελία Γιάννου.
Ο χρωστήρας της λογοτεχνικής πένας του Πουλιέζε χρησιμοποιεί συχνά το γκρίζο χρώμα, σκιαγραφώντας μια Νάπολη υπό καταρρακτώδη βροχή. «Το χρησιμοποιεί ως βάση του καμβά, προσπαθώντας να δει ποιοι συνδυασμοί και ποιες αποχρώσεις θα μπορούσαν να προκύψουν από τη μονοχρωμία. Προσδίδει στους ήρωες μια ουδετερότητα για να τονίσει την πολυμορφία των διαφορετικών ψυχοσυνθέσεων. Όμως το γκρίζο δηλώνει την αδυναμία των ανθρώπων της Νάπολης να βρουν την ταυτότητά τους. Κάνουν σκέψεις για το πώς η καταστροφή επηρέασε τη ζωή τους, χωρίς όμως να είναι σε θέση να την αλλάξουν, και παραμένουν άπραγοι και αναποφάσιστοι» σχολιάζει η μεταφράστρια.
Η βροχή πέφτει αδιαλείπτως επί τέσσερις ημέρες, σε σημεία της πόλης το έδαφος υποχωρεί, οι δρόμοι καταρρέουν και καταπίνουν αυτοκίνητα – και ζωές – σαθρές κατοικίες γκρεμίζονται και χάνονται και άλλες ζωές. Οι αρχές, σε επίπεδο πόλης, σε επίπεδο περιφέρειας, κινητοποιούνται. Ως γνώστης λόγω επαγγέλματος, ο δημοσιογράφος Πουλιέζε οπλίζει την πένα του με καυστική σάτιρα για να περιγράψει συσκέψεις επί συσκέψεων, συνεννοήσεις, συντονισμούς ενεργειών.
Τη μονοτονία του νερού πάνω στην πόλη σπάζουν τρία εξαιρετικά συμβάντα. Διάλειμμα στην αναμονή που «ήταν μια ασθένεια εξουθενωτική, σε άρπαζε από τον λαιμό, και βαθμιαία σε έσφιγγε, σε έσφιγγε». Από καιρού εις καιρόν, κάτι σαν ρόγχος ξεσπά από τις επάλξεις του φρουρίου Μάσκιο Αντζοΐνο, φωνές ανεξήγητες. Επείγουσες συσκέψεις και έρευνες. Το εύρημα – μια κούκλα – δεν συνιστά λογική εξήγηση. Μικρές ανακάλυψαν ότι κέρμα των πέντε λιρετών που είχαν στην κατοχή τους παίζει τα αγαπημένα τους τραγούδια και «ανάμεσα στις μανάδες ξέσπασαν ορμητικές διενέξεις για την ποιότητα της μουσικής, κάποιες ήταν πεπεισμένες ότι τα κέρματα της δικής τους κόρης έπαιζαν πολύ καλύτερη μουσική από τα κέρματα των άλλων…» Καραμπινιέροι παρατάσσονται στην παραλία της πόλης για να αποτρέψουν τα παιδιά από το να κάνουν μια βουτιά ή ηλιοθεραπεία και αίφνης διαπιστώνουν ότι η θάλασσα αρχίζει ήρεμα να πλησιάζει, να ανεβαίνει, να περνά από το κράσπεδο στην άσφαλτο και να αναζητά στα σπίτια τους ένα προς ένα «όλα τα ρακένδυτα παιδιά που το πρωί δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν τα βράχια της οδού Παρτένοπε, της οδού Καρατσιόλο, της Μερτζελίνα, πράγμα που η θάλασσα το εξέλαβε ως χειρονομία αγάπης και όντως τέτοια ήταν». «Η θάλασσα που μπήκε στην πόλη είναι μια φωτεινή παρένθεση στο γκρίζο χρώμα που επικρατεί στο βιβλίο» σχολιάζει η Ευαγγελία Γιάννου, «τα κέρματα θα μπορούσαν να είναι ένας ύμνος στην κοριτσίστικη εφηβεία που δεν σταματά να ονειρεύεται» ενώ, διαβάζοντας το συμβάν με την κούκλα συνειδητοποίησε ότι «δεν επρόκειτο να υπάρξει “λύση” στα περίεργα αυτά γεγονότα».
Τα όσα συμβαίνουν, ο αναγνώστης τα παρακολουθεί μέσα από τα μάτια του δημοσιογράφου Κάρλο Αντρεόλι – alter ego του συγγραφέα, όπως σημειώνει η μεταφράστρια στο επίμετρο – ο οποίος λόγω του επαγγέλματός του προσπαθεί να τα καταγράψει. Κυρίως, να τα ερμηνεύσει. Μάταια: «…το φτωχό δημοσιογραφικό του μυαλό ήταν ανίσχυρο και γελοίο μπροστά στο μεγάλο κουβάρι του προβλήματος…» Η βροχή συνεχίζεται και «κάποιος δήλωσε υπευθύνως: αν συνεχιστεί αυτή η βροχή, την έχουμε άσχημα». Πέρασε από το μυαλό του Αντρεόλι να κόψει τον ομφάλιο λώρο με την πόλη του, να το σκάσει «…μακριά σε έναν άλλο τόπο, όπου τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, η ζωή θα είχε συγκεκριμένους και ακριβείς κανόνες». Προβληματίζεται, ωστόσο: «Τελικά θα έφτανε σίγουρα σε μια άλλη πόλη, μια πόλη διαφορετική και άγνωστη, όμως θα μπορούσε αυτό να κάνει τη διαφορά; Αν κάποιος αφήσει την πόλη του, τη θέση του, τα υπόλοιπα είναι ίδια, πάντα και παντού παραμένουν ίδια, έτσι δεν είναι;» Για την Ευαγγελία Γιάννου, η σχέση του Αντρεόλι με τη Νάπολη αντικατοπτρίζει τους ιδιαίτερους δεσμούς του Νικόλα Πουλιέζε με την πόλη, η οποία υπήρξε για αυτόν σημαντικό σημείο αναφοράς μιας και εκεί έζησε και εργάστηκε σχεδόν όλη του τη ζωή. «Η έγκλιση που χρησιμοποιείται – “θα μπορούσε”, “θα έφτανε” – δηλώνει μια πιθανότητα που όμως δεν μπορεί να συμβεί, αφού ο Αντρεόλι ξέρει ότι δεν θα πάρει τελικώς την απόφαση να φύγει από τη Νάπολη… Θα υπομείνει τα κακώς κείμενα της πόλης του και τις απογοητεύσεις που δέχεται από αυτή, γνωρίζοντας ότι οι δεσμοί του με την πόλη είναι άρρηκτοι».
Τις σκέψεις αυτές κάνει ο Κάρλο Αντρεόλι – το «μάτι» του αναγνώστη – καθώς στήνεται στον καθρέφτη για να ξυριστεί ώστε να βιαστεί να πάει στην εφημερίδα. Και με το που τελειώνει το ξύρισμα, το πρόσωπό του «ασάλευτο και υπαινικτικό, απέμεινε να τον παρατηρεί, τι ηλίθιος, Θεέ μου, τι ηλίθιος». Την τελευταία αράδα του λογοτεχνήματος προσλαμβάνει η Ευαγγελία Γιάννου ως «πόσο ηλίθιος ήσουν να πιστέψεις ότι η βροχή θα άλλαζε την προοπτική των πραγμάτων, πως θα συνέβαινε ένα εκπληκτικό γεγονός, πως θα άλλαζε κάτι στη δική σου ζωή και στο πώς σε βλέπουν οι άλλοι. Στο πώς σε βλέπει ο ίδιος σου ο καθρέφτης».
«Έχεις κοιτάξει μέσα σου: μήπως η αναμονή είναι πάντα η αναμονή του θανάτου;» γράφει στο πρώτο κεφάλαιο – με τίτλο «Εισαγωγή και πρόλογος» – ο Νικόλα Πουλιέζε.
Επίκαιρο θεωρεί το «Σκοτεινό Νερό» η Ευαγγελία Γιάννου, εις βάθος αναγνώστριά του μιας και ήταν η μεταφράστρια του λογοτεχνήματος στη γλώσσα μας. Σκέφτεται πόσο κοντά είναι το βιβλίο στη σημερινή κατάσταση με την πανδημία: «Οι πόλεις έχουν χάσει τη γαλήνη τους, τα κοινωνικά θεμέλια κινδυνεύουν να εξαρθρωθούν, οι κάτοικοι κλείνονται στα σπίτια τους, περιμένοντας κάτι να συμβεί, ώστε να αλλάξει η προοπτική των πραγμάτων. Αν και η προοπτική αλλάζει πάντα πρόσκαιρα, χωρίς πολλές φορές να είμαστε σε θέση να το συνειδητοποιήσουμε, και επανερχόμαστε στην αρχή ώστε η ιστορία να ξεκινήσει από το μηδέν».
Βασίλης Τσεκούρας