Αντιμέτωποι με μισθούς πείνας, ανεργία και έλλειψη κινήτρου είναι σύμφωνα με το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) οι νέοι πτυχιούχοι στην Ελλάδα.
Η μελέτη παρουσιάζει τις επιπτώσεις της κρίσης στη σχέση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, καθώς και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική εκπαίδευση, με τίτλο «Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις».
Καταγράφει τη διαχρονικά προβληματική σχέση εκπαίδευσης – αγοράς εργασίας και την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2009.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, μεταξύ 2000-2009:
– Στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε το μερίδιο των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης στους απασχολούμενους (από 14% σε 18%) και των αποφοίτων Λυκείου (από 29% σε 34%).
Στο δημόσιο τομέα αυξήθηκε το μερίδιο των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης (από 57% σε 64%) και των κατόχων μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών (από 1% σε 4%).
Μειώθηκαν τα μερίδια του Λυκείου (από 26% σε 21%), του Δημοτικού (από 8% σε 3%) και του Γυμνασίου (από 3% σε 2%), δείχνοντας ότι η πολιτική της διεύρυνσης της ανώτατης εκπαίδευσης οδήγησε σε αύξηση της απασχόλησης πτυχιούχων, πρωτίστως, στο δημόσιο τομέα.
– Οι σημαντικότεροι κλάδοι απασχόλησης των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης, ήταν στην Ελλάδα η εκπαίδευση και η δημόσια διοίκηση.
Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργία σε αποφοίτους Γυμνασίου και Λυκείου
– Ενώ τα ποσοστά ανέργων μειώθηκαν σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, με εξαίρεση το Δημοτικό, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας διατηρήθηκε μεταξύ των αποφοίτων μεταδευτεροβάθμιας και μέσης εκπαίδευσης (Γυμνάσιο ή Λύκειο).
Σε αντίθεση με άλλες αναπτυγμένες χώρες όπου γενικά ισχύει ότι, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης των ατόμων, τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό ανεργίας, στην Ελλάδα οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης είχαν περίπου ίσο ποσοστό ανέργων με τους αποφοίτους χαμηλής εκπαίδευσης στο Δημοτικό.
– Το μερίδιο των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης μεταξύ των ανέργων αυξήθηκε σε 19%, ενώ μειώθηκαν εκείνα των χαμηλότερων επιπέδων εκπαίδευσης (16% Δημοτικού και 36% Λυκείου), και παράλληλα άρχισαν να καταγράφονται μεταξύ των ανέργων οι απόφοιτοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών (με 1,7%).
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, κατά την περίοδο πριν την έναρξη της κρίσης, μεγεθύνθηκε σταδιακά η αναντιστοιχία εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας.
Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε σημαντικά και στην τάση φυγής πτυχιούχων στο εξωτερικό, την περίοδο αυτή.
Μια αναντιστοιχία που θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν δεν λειτουργούσε «διορθωτικά» το κράτος ως εργοδότης του αυξανόμενου αριθμού πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης και κατόχων μεταπτυχιακών ή διδακτορικών σπουδών.
Οι επιπτώσεις της κρίσης στην σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας
Η έναρξη της κρίσης και η δημοσιονομική προσαρμογή που ακολούθησε είχαν σημαντικές επιπτώσεις στη σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας.
Την εποχή αυτή, η μεγάλη μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας που σημειώθηκαν, προκάλεσαν βαθιά ρήξη στην ήδη προβληματική σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας.
Ειδικότερα, μετά το 2009:
– Η μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης, σημειώθηκε στους απασχολούμενους με χαμηλότερη εκπαίδευση στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, σε αντίθεση με τους απασχολούμενους που είναι πτυχιούχοι ανώτατης εκπαίδευσης.
Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου μονάδες (από 21,4% το 2009 σε 30,9% το 2017), των κατόχων μεταπτυχιακών/διδακτορικών κατά 4 μονάδες (από 0,7% σε 4,8%) και των αποφοίτων Λυκείου κατά 3 μονάδες (από 31,7% σε 34,7%), εξέλιξη που αντανακλά την συνεχιζόμενη αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου των απασχολούμενων και μετά την έναρξη της κρίσης.
– Το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να είναι το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28 για τη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση, και κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ-28 για τους αποφοίτους χαμηλής
3 εκπαίδευσης.
Ενδεικτικά, το ποσοστό απασχόλησης στην ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 66% έναντι μ.ο. 78% στην ΕΕ-28, ενώ τη δεύτερη χειρότερη επίδοση εμφανίζει η Κροατία με 73%.
– Η μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των ανέργων σημειώθηκε μεταξύ των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης (179,1%) και ακολούθησαν εκείνοι με εκπαίδευση στο Λύκειο (138,4%), ενώ η μικρότερη στους ανέργους με εκπαίδευση Δημοτικού (55,6%).
– Παρά το γεγονός ότι στο σύνολο των ανέργων το υψηλότερο μερίδιο καταλαμβάνουν οι απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης στο Λύκειο -παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητο τις τελευταίες 2 δεκαετίες-, η μεγαλύτερη αύξηση μεριδίου, κατά 5 μονάδες, μετά την έναρξη της κρίσης, σημειώθηκε στους αποφοίτους ανώτατης εκπαίδευσης (από 19% σε 24%).
Αυξήθηκαν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα με μεταπτυχιακής ή διδακτορικές σπουδές
– Οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα με ανώτατη εκπαίδευση και με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές αυξήθηκαν (με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,8% και 8,2% αντίστοιχα), ενώ οι απασχολούμενοι με χαμηλό ή μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης μειώθηκαν.
Οι απασχολούμενοι, όμως, στον δημόσιο τομέα με ανώτατη εκπαίδευση μειώθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 4,3%.
– Παρά την αύξηση των ανέργων πτυχιούχων μετά την έναρξη της κρίσης, τα ποσοστά ανεργίας τους, αν και υπερδιπλασιάστηκαν (από 7% σε 17,1% το 2017), παραμένουν τα χαμηλότερα μεταξύ των επιπέδων εκπαίδευσης, λόγω και της φυγής πολλών στο εξωτερικό.
Από την άλλη, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι πιο εύκολη στα άτομα με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, καθώς το ποσοστό ανεργίας έχει
διαμορφωθεί στο 10% περίπου το 2017, έναντι 7% το 2009.
Μεγαλύτερη δυσκολία ανεύρεσης εργασίας αντιμετωπίζουν όσο ολοκληρώνουν τους σπουδές τους
– Τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας επιδεινώνονται για όσους αποφοίτησαν πιο πρόσφατα από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δείχνοντας τις μεγαλύτερες δυσκολίες εύρεσης εργασίας που αντιμετωπίζουν όσοι ολοκληρώνουν τις σπουδές τους.
– Τα ποσοστά των νέων ανέργων -όσοι δηλ. δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν- είναι, σταθερά τις τελευταίες 2 δεκαετίες, υψηλότερα μεταξύ των αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης στο Λύκειο (43% το 2017, έναντι 39% το 2009 και 43% το 2001), ενώ ακολουθούν οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης (29% το 2017 και το 2009 από 17% το 2001).
– Ο βαθμός συνάφειας της εκπαίδευσης με την εργασία που εκτελούν οι απασχολούμενοι μέσης εκπαίδευσης κατατάσσει την Ελλάδα στην 25η θέση μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι οι απόφοιτοι μέσης τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα δηλώνουν μεγαλύτερη συνάφεια από τους απόφοιτους μέσης γενικής εκπαίδευσης στο Λύκειο.
– Η εκπαίδευση έχει θετική επίδραση στις προοπτικές απασχόλησης καθώς π.χ. σε σύγκριση με τους αποφοίτους λυκείου, οι πτυχιούχοι πανεπιστημίων και ΤΕΙ έχουν υψηλότερες πιθανότητες να εργάζονται (κατά 65% και 41% αντίστοιχα).
Η επίδραση, ειδικότερα, της ανώτατης εκπαίδευσης στην πρόσβαση στην απασχόληση, ενισχύθηκε την περίοδο της κρίσης.
– Οι πιθανότητες απασχόλησης των αποφοίτων πανεπιστημίων στον δημόσιο τομέα μεταξύ 2008-2016 μειώθηκαν σημαντικά, ενώ αντίθετα, τα ΤΕΙ αύξησαν σημαντικά τις πιθανότητες απασχόλησής τους στον ιδιωτικό τομέα, καλύπτοντας σημαντικό μέρος της απόστασής τους από τους αποφοίτους πανεπιστημίων πριν την έναρξη της κρίσης (από 44,3% το 2008 σε μόλις 7,7% το 2016).
Στροφή της απασχόλησης αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης προς τον ιδιωτικό τομέα
Σημαντική αύξηση των πιθανοτήτων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα σημειώθηκε και για τους κατόχους μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, δείχνοντας την αυξανόμενη στροφή της απασχόλησης αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης προς τον ιδιωτικό τομέα.
– Ο μισθός των εργαζομένων, παρότι είναι μειωμένος το 2016 σε σχέση με το 2008, έχει θετική συσχέτιση με το επίπεδο εκπαίδευσης. Η επίδραση του επιπέδου εκπαίδευσης στις αποδοχές από την εργασία διατηρείται, στη διάρκεια της κρίσης, αλλά με μικρότερη ένταση μεταξύ των βαθμίδων εκπαίδευσης.
– Αν και στις γυναίκες ο μισθός είναι χαμηλότερος σε σχέση με τους άνδρες, η αξία των σπουδών – βάσει των αποδοχών από την εργασία – είναι υψηλότερη από τους άνδρες.
– Σημαντικές διαφορές στις αμοιβές εργαζομένων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αμείβουν τους εργαζόμενους με μισθό χαμηλότερο από ό,τι ο στενός ή ευρύτερος δημόσιος τομέας, και το επίπεδο εκπαίδευσης, ως προσδιοριστικός παράγοντας των αποδοχών, έχει μικρότερη επίδραση στον ιδιωτικό σε σχέση με το δημόσιο τομέα.
Οι προκλήσεις για την εκπαίδευση
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί περιορίζουν σημαντικά την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και την απόδοση της δημόσιας επένδυσης στην εκπαίδευση. Απαιτούν, επομένως, παρέμβαση για τη βελτίωση
τους.
Η οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού προτύπου, διεθνώς ανταγωνιστικού, με εξαγωγικό προσανατολισμό ειδικότερα σε συνθήκες έντονων τεχνολογικών μετασχηματισμών, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ριζικές αλλαγές και στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην μεριά δηλαδή της προσφοράς δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Με τις παλιές γνώσεις και δεξιότητες δεν μπορεί να οικοδομηθεί ένα νέο παραγωγικό πρότυπο.