Οι πλειστηριασμοί στην μετά Κατσέλη εποχή

Μετά από 9 χρόνια, αλλάζουν τα δεδομένα για τους πλειστηριασμούς και αυτές οι αλλαγές ενεργοποιούνται αμέσως μετά το Πάσχα και μετά το τέλος της προστασίας της πρώτης κατοικίας μέσω του Νόμου Κατσέλη.

propoli

Όπως έχει γίνει γνωστό, όποιος δεν καλυφθεί με το νέο σύστημα, το σπίτι του μπαίνει σε πρόγραμμα πλειστηριασμού για τα χρέη στην εφορία.

Ωστόσο, και σε περίπτωση παροχής «προσωρινής προστασίας» του οφειλέτη, το Δημόσιο εμποδίζεται μεν να προχωρήσει σε πρόγραμμα πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας, παρά ταύτα όμως, μπορεί να συνεχίζει να επιβάλει όλα τα άλλα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, αλλά και μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης η ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη.

Οι εφορίες έχουν λάβει ήδη «σήμα» για τις αλλαγές αυτές αφού, όπως αναφέρει νέα εγκύκλιος της ΑΑΔΕ, με βάση τον νέο νόμο:

– στις 28 Φεβρουαρίου 2019 έληξε η προστασία του νόμου Κατσέλη

– από 1/3/2019 δεν υφίσταται πλέον δυνατότητα του οφειλέτη να υποβάλει δικαστικώς αίτηση για εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση

– η ισχύς των νέων διατάξεων (άρθρων 68 έως 83) αρχίζει την 30η/4/2019

– ήδη άρχισαν να εκδίδονται Υπουργικές Αποφάσεις για τα νέα κριτήρια επιλεξιμότητας ή αποκλεισμού των οφειλετών από το νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας, όπως ο «προσδιορισμός της αξίας μεταφορικών μέσων» που συνυπολογίζονται στο όριο της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη (100.000-180.000 ανάλογα με την ιδιότητα ή την οικογένειά του).

Τι αφορά η νέα ρύθμιση

Σύμφωνα με την απόφαση του Διοικητού της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή, η νέα ρύθμιση αφορά μόνον τα χρέη προς τις τράπεζες.

Θέτει όμως και τους κανόνες που το Δημόσιο θα ασκεί μέτρα αναγκαστικής είσπραξης στις περιπτώσεις όσων τυχόν υπαχθούν ή αποκλειστούν από το νέο σύστημα. Πιο αναλυτικά:

  1. αν ζητηθεί προσωρινή προστασία της κύριας κατοικίας (κατ’ άρθρο 78):

    Για όσους υποβάλλουν αίτηση συναινετικής ρύθμισης (κατ’ άρθρο 72 του νόμου) και κριθούν επιλέξιμοι κατά τον προέλεγχο (άρθρο 73) ισχύει αυτοδίκαιη αναστολή κάθε πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας τους, ακόμη κι έναντι των πιστωτών που δεν περιλαμβάνονται στην αίτηση, μεταξύ των οποίων και το Δημόσιο.
    H προστασία αυτή λήγει όταν συντρέχουν οι εξής λόγοι:

    i. αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ρύθμισης με έναν τουλάχιστον πιστωτή, για αναστολή πλειστηριασμού

    ii. σε περίπτωση εμπρόθεσμης (παρ. 4 άρθρου 77) υποβολής αίτησης δικαστικής ρύθμισης.

    Ωστόσο η αναστολή πλειστηριασμού (παραγράφος 1 άρθρου 78 του ν. 4605/2019) χορηγείται μία μόνον φορά, δεδομένου ότι:

    – απαγορεύεται η υποβολή δεύτερης αίτησης από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, ακόμα κι αν με τη δεύτερη αίτηση ζητείται ρύθμιση διαφορετικών οφειλών σε σχέση με την πρώτη ή αν ο αιτών εξέπεσε της ρύθμισης που προέκυψε από την προηγούμενη αίτηση.

    – κι αν ακόμα υπάρχουν ελλείψεις ή σφάλματα της αίτησης, τυχον διορθώσεις δεν έχουν αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα.

    Αντιθέτως όμως, αν ο οφειλέτης δεν κριθεί επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας δεν ισχύει η αυτοδίκαιη αναστολή από πλειστηριασμούς. Ωστόσο έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί την αναστολή του πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 1000 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

    «Κατόπιν των ανωτέρω», τονίζεται στην εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, «σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 78 περί προσωρινής προστασίας, το Δημόσιο υποχρεούται αποκλειστικά στη μη έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας, η εφόσον αυτό έχει εκδοθεί, στη μη πραγματοποίηση του. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 78, η προσωρινή προστασία του άρθρου 78 δεν εμποδίζει την επιβολή λοιπών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης η ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης η ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη».

    2. αν επιτευχθεί ρύθμιση, συναινετική ή δικαστική:

    Μετά την επίτευξη συναινετικής ή δικαστικής ρύθμισης με έναν τουλάχιστο πιστωτή δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε πιστωτή του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, η επίσπευση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης στην κύρια κατοικία του αιτούντος, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επ’ αυτής, η εγγραφή υποθήκης ή η τροπή της προσημείωσης υποθήκης σε υποθήκη.

    Ωστόσο επιτρέπεται η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης για απαίτηση που γεννιέται κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, κατόπιν συναίνεσης του αιτούντος.

    Επιπλέον οι απαγορεύσεις αυτές δεν καταλαμβάνουν τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις, αν και ήταν επιδεκτικές ρύθμισης, δεν ρυθμίστηκαν συναινετικά ή δικαστικά. Στις περιπτώσεις αυτές, όλοι οι πιστωτές (μεταξύ αυτών και το Δημόσιο) μπορούν να αναγγελθούν για το σύνολο των απαιτήσεών τους.

    Το Δημόσιο θα ερευνά τέτοιες περιπτώσεις καθώς, στην περίπτωση επίτευξης δικαστικής ρύθμισης, η δικαστική απόφαση μεταγράφεται στο βιβλίο μεταγραφών ή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο της κύριας κατοικίας του αιτούντος, με επιμέλεια οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

    3. αν υπάρχει εκκρεμής δίκη του ν. Κατσέλη:

    Σύμφωνα με το άρθρο 83 του ν. 4605/2019, η ύπαρξη τυχόν εκκρεμούς αίτησης για ρύθμιση οφειλών κατά το άρθρο 4 του ν. 3869/2010 (σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό) δεν αποτελεί κώλυμα για την υποβολή αίτησης συναινετικής ρύθμισης κατά τον ν. 4605/2019.

    Σε περίπτωση που ο αιτών επιτύχει συναινετική ρύθμιση οποιασδήποτε από τις οφειλές που είναι επιδεκτικές ρύθμισης, η δίκη του ν. 3869/2010 καταργείται.

    Επομένως τότε, παύουν να ισχύουν οι έννομες συνέπειες από την κατάθεση της αίτησης του ν. 3869/2010 καθώς και η τυχόν χορηγηθείσα προσωρινή προστασία του νέου νόμου 4605.2019.

    Τέλος, σε αντίθεση με τα ισχύοντα για την υποβολή αίτησης συναινετικής ρύθμισης, ως προϋπόθεση υποβολής αίτησης για δικαστική ρύθμιση οφειλών (σε περίπτωση που ο αιτών δεν έχει κριθεί επιλέξιμος κατά τη διαδικασία της συναινετικής ρύθμισης ή αυτή δεν επιτεύχθηκε για οποιονδήποτε λόγο) προβλέπεται η παραίτηση του αιτούντος από τυχόν εκκρεμή αίτηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010.

Loading