Χαμηλώνει τις προσδοκίες για την ανάπτυξη η Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς αυτή αναμένεται να περιοριστεί στο 1,9% και όχι στο 2,3% που προέβλεπε η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ τον περασμένο Δεκέμβριο.
Στην ετήσια έκθεση που δόθηκε τη Δευτέρα (1/4) στη δημοσιότητα, η Τράπεζα της Ελλάδος αναθεωρεί προς τα κάτω την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη, εκτιμώντας ότι το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί το 2019 μόνο κατά 1,9%. Παράλληλα, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ το 2018 αυξήθηκε κατά 1,9% έναντι 2,1% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση.
Κάτω από τις προβλέψεις της Κομισιόν
Υπενθυμίζεται ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2019 προβλέπει ανάπτυξη 2,5%, ενώ η Κομισιόν στις χειμερινές προβλέψεις της έκανε λόγο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% φέτος. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι παρά τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, διαμορφώνοντας ευνοϊκές προοπτικές για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, παραμένουν.
Κυριότερος εξ αυτών προέρχεται από το εγχώριο περιβάλλον και συνδέεται με την ενδεχόμενη καθολική εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων. Η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Πρόβλημα η υψηλή φορολόγηση
Στους εγχώριους κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν την πορεία της οικονομίας περιλαμβάνονται επίσης η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και τυχόν ανάκληση μεταρρυθμίσεων ή καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους.
Τέλος, το 2019 αποτελεί για την Ελλάδα έτος πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, καθώς η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, η επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και η εντονότερη δημοσιονομική επέκταση ενισχύουν την οικονομική αβεβαιότητα.
Όσον αφορά στα «κόκκινα δάνεια», η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το ποσοστό τους στο σύνολο των δανείων, αν και μειούμενο, παραμένει εξαιρετικά υψηλό (Δεκέμβριος 2018: 45,4%, έναντι του μέσου όρου της ΕΕ-28 που διαμορφώνεται πολύ πιο κάτω από το 4%). Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν δεσμευτεί το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων να μειωθεί στα 34,1 δισ. ευρώ έως τέλος του 2021 (21,2%).