Πτώση ρεκόρ κατά περίπου 60 εκατ. ευρώ σημείωσε φέτος σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ σε σχέση με το 2017 το συνολικό ποσό του ΕΝΦΙΑ, με τον συμπληρωματικό φόρο να εμφανίζεται μειωμένος κατά 9,5 εκατ. ευρώ σε σχέση με την περσινή εκκαθάριση.
Αυτό αναφέρουν παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών, επισημαίνοντας πως αξιοσημείωτες μειώσεις στα ποσά του φόρου παρατηρούνται σε διάφορες περιοχές της επικράτειας, όπως π.χ. σε λαϊκές περιοχές της Θεσσαλονίκης, στη Λαμία, στην Πάτρα, στην Τρίπολη, στην Κατερίνη, αλλά και σε λαϊκές περιοχές του λεκανοπεδίου της Αττικής (Πετράλωνα, Νέα Χαλκηδόνα, Κολωνός κ.λπ.).
Οι ίδιοι παράγοντες ανέφεραν και πως:
• Το 2015 η συνολική βεβαίωση ήταν σχεδόν 3,251 δισ. ευρώ, το 2016 ανήλθε σε 3,180 δισ. ευρώ, το 2017 σε 3,153 δισ. ευρώ και φέτος σε 3,093 δισ. ευρώ.
• Φέτος 79.181 λιγότερα φυσικά πρόσωπα σε σχέση με το 2017 πληρώνουν ΕΝΦΙΑ από 200 ευρώ και άνω. Αντίθετα, σε 61.163 αυξήθηκαν οι φορολογούμενοι που πληρώνουν ΕΝΦΙΑ από 1 λεπτό του ευρώ έως 200 ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει την τάση μετατόπισης των φορολογουμένων από τα υψηλότερα κλιμάκια του ΕΝΦΙΑ προς τα χαμηλότερα.
• Για ποσοστό περίπου 62% των φορολογουμένων, ο ΕΝΦΙΑ παραμένει αμετάβλητος. Ποσοστό 24% παρουσιάζει μείωση στο εκκαθαριστικό του ΕΝΦΙΑ, ενώ στο 14% παρουσιάζονται αυξήσεις. Από το 14% των πολιτών που είδαν το εκκαθαριστικό τους αυξημένο, στο περίπου 78% η αύξηση είναι κατά μέσον όρο 12 ευρώ.
• Η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων στις οποίες παρατηρούνται μεγάλες αυξήσεις αφορά σε φορολογούμενους που κατέχουν πολύ μεγάλη ακίνητη περιουσία (κτήρια και εκτάσεις).
• H αύξηση κατά 50.000 ευρώ του κατώτατου ορίου περιουσίας επί της οποίας επιβάλλεται ο συμπληρωματικός φόρος επέφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Με τη νομοθετική αυτή παρέμβαση, η κυβέρνηση προστάτευσε τη μεσαία ιδιοκτησία, καταργώντας τον συμπληρωματικό φόρο για όλους τους φορολογούμενους με συνολική περιουσία αξίας έως και 250.000 ευρώ.
• Η αύξηση φόρου θα μπορούσε πιθανόν να οφείλεται και σε μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του εκάστοτε φορολογούμενου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πολλές αυξήσεις του φόρου δεν συνδέονται με τη μεταβολή των αντικειμενικών αξιών.