Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3% το 2024, να επιταχυνθεί στο 2,5% το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά στο 2,3% το 2026 και στο 2,0% το 2027. Η βασικότερη συνιστώσα της οικονομικής μεγέθυνσης εκτιμάται ότι θα είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά. Συνολικά, η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ θα είναι ελαφρώς αρνητική τα επόμενα έτη, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα και η ενίσχυση της κατανάλωσης αναμένεται να προκαλέσουν αύξηση των εισαγωγών με ρυθμούς αντίστοιχους με εκείνους των εξαγωγών.
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,0%, από 4,2% το 2023, αντανακλώντας τη μεγάλη επιβράδυνση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής. Μέχρι το 2026, ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς το στόχο της ΕΚΤ (2%), αλλά θα παραμείνει ελαφρά πάνω από αυτόν. Ο πληθωρισμός των υπηρεσιών αναμένεται να είναι πιο επίμονος σε σχέση με τον πληθωρισμό των λοιπών συνιστωσών του ΕνΔΤΚ, αντανακλώντας κυρίως τις αναμενόμενες αυξήσεις στις αμοιβές εργασίας.
Κίνδυνοι και αβεβαιότητες
Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί και συνδέονται με: (α) τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (β) ενίσχυση του εμπορικού προστατευτισμού διεθνώς, (γ) χαμηλότερο του αναμενομένου ρυθμό απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του RRF, (δ) εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες μισθολογικές πιέσεις, (ε) βραδύτερη του αναμενομένου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και (στ) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής κρίσης.
Η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει αξιόλογες επιτυχίες τα τελευταία χρόνια και έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτική σε διάφορες εξωτερικές διαταραχές, όπως η πανδημία COVID-19, η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι υψηλότερος του αντίστοιχου μέσου ρυθμού της ΕΕ από το 2019 και έπειτα, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η απασχόληση αυξάνεται και το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα παρά την πολύ σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού.
Η θετική πορεία της οικονομίας τα τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Η επιβεβαίωση της προόδου που έχει συντελεστεί αντανακλάται και στην πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου των ελληνικών κρατικών ομολόγων στη βαθμίδα ΒΒΒ από ΒΒΒ- από τον οίκο αξιολόγησης Scope Ratings.
Εν κατακλείδι, η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω των μεταρρυθμίσεων και της καινοτομίας, μαζί με την αύξηση των επενδύσεων και του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, είναι καθοριστικής σημασίας για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Ωστόσο, παρά την προσήλωση που πρέπει να επιδείξουμε ως χώρα στην υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η απάντηση στις νέες παγκόσμιες τάσεις και προκλήσεις δεν μπορεί να προέλθει από καθεμία χώρα μεμονωμένα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ