Οι τράπεζες της Ιταλίας και άλλων χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης λαμβάνουν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από την υπερβάλλουσα ρευστότητα των ανταγωνιστριών τους στη Γερμανία και την Ολλανδία για να ωφεληθούν από ένα ευνοϊκό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως δείχνουν σημερινά στοιχεία της ΕΚΤ.
Τα στοιχεία, τα οποία ανακοινώθηκαν από το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ, σε παρουσίαση που έκανε, δείχνουν κάποια αναζωογόνηση του διατραπεζικού δανεισμού σε διάφορες χώρες της Ευρωζώνης – ο οποίος ήταν υποτονικός επί σχεδόν μία δεκαετία – από τις 30 Οκτωβρίου που η ΕΚΤ θέσπισε το λεγόμενο κλιμακωτό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων. Το επιτόκιο αυτό εξαιρεί μέρος της υπερβάλλουσας ρευστότητας των τραπεζών από την επιβολή προστίμου (σ.σ.: αρνητικού επιτοκίου) από την ΕΚΤ, δίνοντάς τους κίνητρο να κάνουν συναλλαγές με άλλες τράπεζες, ώστε να προσφέρουν όλο το απαλλασσόμενο ποσό και να μεγιστοποιήσουν το όφελός τους. «Την πρώτη ημέρα λειτουργίας του συστήματος του κλιμακωτού επιτοκίου, παρατηρήσαμε μία σημαντική ανακατανομή της υπερβάλλουσας ρευστότητας, συχνά μακριά από τις χώρες με άφθονη ρευστότητα, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, και προς χώρες που δεν έχουν χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα απαλλαγής, όπως η Ιταλία», είπε ο Κερέ σε ομιλία του.
Οι ιταλικές τράπεζες είδαν την υπερβάλλουσα ρευστότητά τους να εκτινάσσεται κατά περίπου 50 δισ. ευρώ την ημέρα που θεσπίστηκε το κλιμακωτό επιτόκιο. Αντίθετα, η ρευστότητα των γερμανικών, ολλανδικών και βελγικών τραπεζών μειώθηκε. Η ΕΚΤ εκτιμά, είπε ο Κερέ, ότι περίπου το ένα τρίτο της άνω του 1 τρισ. ευρώ υπερβάλλουσας ρευστότητας πρέπει να γίνεται αντικείμενο συναλλαγής, ώστε οι τράπεζες να απολαμβάνουν όλο το όφελος του μέτρου και συναλλαγές περίπου 30 δισ. ευρώ πρέπει να είναι διασυνοριακές. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η μεγαλύτερη αύξηση του όγκου παρατηρήθηκε στις συμφωνίες επαναγοράς, όπου η ρευστότητα ανταλλάσσεται με ενέχυρα, όπως κρατικά ομόλογα, ενώ ο μη καλυμμένος δανεισμός παρέμεινε ήπιος.
Ενώ οι ιταλικές τράπεζες έκαναν πλήρη χρήση της ευκαιρίας, οι τράπεζες μικρότερων χωρών και ακόμη και οι γερμανικές πάσχιζαν, είπε ο Κερέ, δείχνοντας ότι η κατανομή της ρευστότητας παραμένει άνιση. Επιπλέον, εταιρείες και ξένες τράπεζες, στις οποίες αντιστοιχεί ο μεγάλος όγκος συναλλαγών στην αγορά χρήματος της Ευρωζώνης, δεν έχουν πρόσβαση στη δυνατότητα καταθέσεων στην ΕΚΤ, κάτι που δεν τους επιτρέπει να ωφεληθούν από το κλιμακωτό επιτόκιο. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει πιθανόν να αφήσει τους κρουνούς του χρήματος ανοικτούς για μεγαλύτερο διάστημα, ώστε να διασφαλιστεί ότι τα επιτόκια θα μείνουν χαμηλά ή ακόμη και να είναι ανοικτή για καταθέσεις από τράπεζες εκτός της Ευρωζώνης, πρόσθεσε ο Κερέ.