Μεγαλύτερη αισιοδοξία, μετά από πολλά χρόνια, εκφράζει ο Έλληνας καταναλωτής για το εισόδημά του το 2020. Η αισιοδοξία αναμένεται να μεταφραστεί σε αύξηση των πωλήσεων στο λιανεμπόριο τροφίμων και σε στροφή σε πιο ποιοτικές επιλογές προϊόντων, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποίησε το ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών).
Σύμφωνα με όσα επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ Λευτέρης Κιοσές, γενικός διευθυντής ΙΕΛΚΑ, οι καταγραφόμενες τάσεις αποτελούν μία ευκαιρία για τον κλάδο, καθώς ειδικά για το λιανεμπόριο τροφίμων, η σχέση αξίας-τιμής αξιολογείται ιδιαίτερα υψηλά σε ποσοστά, που το 2019 έφτασαν το 83%. Σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη αύξηση των πωλήσεων, το 2020 αποτελεί μία πρόκληση για τις εταιρείες του κλάδου προκειμένου να επιτύχουν τους εδώ και χρόνια πολυαναμενόμενους ρυθμούς ανάπτυξης που χρειάζονται.
Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας καταναλωτών σούπερ-μάρκετ, σε δείγμα 2.000 ατόμων η οποία πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2019, για πρώτη φορά την τελευταία πενταετία καταγράφεται πλειοψηφία καταναλωτών αισιόδοξη σε σχέση με το εισόδημα της το 2020, σε ποσοστό 19% έναντι 15% με αρνητικές απαντήσεις.
Παράλληλα, η πλειοψηφία των καταναλωτών σε ποσοστό 31% δηλώνει ότι εκτιμά πως θα αυξήσει τη δαπάνη της σε είδη σούπερ-μάρκετ το 2020, έναντι 12% που δηλώνει ότι θα τη μειώσει.
Σύμφωνα με τον κ. Κιοσέ, παρά το θετικό αυτό αποτέλεσμα, η αξιολόγηση για την πορεία του εισοδήματος για το 2019, είναι σαφώς βελτιωμένη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά κατά μέσο όρο καταγράφεται οριακή μείωση του εισοδήματος, με ποσοστό 21% των καταναλωτών να απαντά ότι μειώθηκε το εισόδημά της, 13% ότι αυξήθηκε και 66% ότι έμεινε αμετάβλητο.
Αυτή η σαφής βελτίωση στο καταναλωτικό κλίμα αναμένεται, σύμφωνα με τον κ. Κιοσέ, να επηρεάσει και τις καταναλωτικές συνήθειες. Ήδη συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, οπότε και καταγραφόταν σαν βασικό κριτήριο επιλογής προϊόντων τα χρήματα που δαπανούν οι καταναλωτές, στην τελευταία μέτρηση καταγράφεται με διαφορά η ποιότητα σαν βασικό κριτήριο επιλογής τροφίμων με ποσοστό 37% έναντι 31% των χρημάτων που ξοδεύει ο καταναλωτής.
Παράλληλα, συνεχίζει να αυξάνεται τόσο το store loyalty όσο και το brand loyalty, με τους καταναλωτές να δηλώνουν ότι δεν αλλάζουν κατάστημα και επωνυμία προϊόντων σε ποσοστά 49% και 32% αντίστοιχα, τα οποία είναι τα υψηλότερα που έχουν καταγραφεί την τελευταία 8ετία. Πρόκειται για μία εξέλιξη η οποία επίσης καταδεικνύει την επιστροφή του καταναλωτή σε κριτήρια ποιότητας συγκριτικά με το παρελθόν.
«Δεν πρέπει όμως να θεωρούμε ότι οι συνέπειες της ύφεσης στην αγορά θα εξαφανιστούν αυτοστιγμή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιλογή προσφορών και εκπτώσεων από τον καταναλωτή» τονίζει ο κ. Κιοσές. Οι καταναλωτές, όπως αναφέρει, εξακολουθούν να κυνηγούν τις προσφορές και να εξοικονομούν σημαντικά ποσά χρημάτων από τις διαφόρων τύπων εκπτώσεις, τα οποία μεσοσταθμικά αντιστοιχούν για το 2019 στο 12,3% της αξία των αγορών τους. Πρόκειται για μία διαδικασία η οποία θα πάρει χρόνο και θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον οι ευνοϊκές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί θα συνεχίσουν να υφίστανται. Ενώ συνήθειες που υιοθετήθηκαν την προηγούμενη δεκαετία, όπως έντονη κινητικότητα του Έλληνα καταναλωτή, η οποία εκφράζεται μέσω των περισσότερων επισκέψεων, καθώς και η στροφή του καταναλωτικού κοινού σε πιο «έξυπνες αγορές», πιο πολύπλοκές διαδικασίες λήψης απόφασης αγοράς και μεγαλύτερες απαιτήσεις από τις επιχειρήσεις, συνεχίζουν να καταγράφονται και πλέον αποτελούν στοιχείο που έχει ενσωματωθεί στην αγοραστική συμπεριφορά των Ελλήνων.
Μαρία Τσιβγέλη