Η άμεση ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα μετά την πανδημία του κορονοϊού αποτελούν τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν σε σταθερή και σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Αυτή η εξέλιξη επέτρεψε στην Ελλάδα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα από το 2023 και να συνεχίζει να βελτιώνεται στις αξιολογήσεις των οίκων πιστοληπτικής ικανότητας.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2024 δείχνουν ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 159,8% του ΑΕΠ από 169,4% έναν χρόνο πριν και από το υψηλό επίπεδο του 207% που είχε φτάσει λόγω της πανδημίας και των μέτρων στήριξης της οικονομίας το 2020.
Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό χρέος παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, παρατηρείται μια σαφής φθίνουσα τάση. Προβλέψεις από οίκους όπως το Scope Ratings υποδεικνύουν ότι από το 2026 αναμένεται να υποβαθμιστεί κάτω από το ιταλικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ακολούθησε μία περίοδος αύξησης του χρέους μετά το 2012, όμως η τάση μειώσεως επανήλθε ιδίως από το 2022, παρά τις επιπλέον δαπάνες λόγω της ενεργειακής κρίσης. Αναμένεται ότι ο ESM θα δώσει σύμφωνη γνώμη για τη χρήση κεφαλαίων με σκοπό τη μείωση του χρέους, με την πιθανή έναρξη νέων διαδικασιών εξόφλησης δανείων της Ελλάδας.
Πρόσφατα, ο οίκος Scope προέβλεψε μείωση του χρέους στο 151,9% του ΑΕΠ το 2024 και υποβάθμισή του στο 130,7% το 2029, φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από την έναρξη της ελληνικής κρίσης. Στόχος της Τράπεζας της Ελλάδος είναι να μειώσει το χρέος στο 60% του ΑΕΠ εντός 40 ετών, διατηρώντας πρωτογενή πλεονάσματα και συνεχίζοντας τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις.