Η στρατηγική αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής είναι κλειδί για πρωτογενείς δαπάνες και φορολογικές ελαφρύνσεις στην Ελλάδα. Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής είναι εκ των ων ουκ άνευ, προκειμένου η κυβέρνηση, παρά το νέο αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο των Βρυξελλών, να προχωρήσει σε βάθος τετραετίας σε φορολογικές ελαφρύνσεις. Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες επικεντρώνονται στον ανά έτος ρυθμό αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών. Ειδικά για την Ελλάδα, ο ρυθμός αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών είναι 3,7% για το 2025 (περίπου 3,5 δισ. ευρώ), 3,6% το 2026, 3,1% το 2027 και 3% το 2028. Εάν η χώρα επιθυμεί να δαπανήσει το επόμενο έτος επιπλέον 1 δισ. ευρώ από το όριο των 3,5 δισ. ευρώ, τότε θα πρέπει το πρόσθετο ποσό να εξευρεθεί είτε από την επιβολή νέων φόρων είτε από έσοδα σε μόνιμη βάση.
Το βάρος στη φοροδιαφυγή είναι τεράστιο. Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, περίπου 60 δισ. ευρώ βρίσκονται στη γκρίζα ζώνη της οικονομίας, με φοροδιαφυγή ύψους 10-12 δισ. ευρώ να καταγράφεται. Ήδη, υπάρχουν απτά αποτελέσματα από την αποκάλυψη φορολογητέας ύλης. Από τη σύνδεση του τεκμαρτού εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών με τον κατώτατο μισθό εκτιμώνται πρόσθετα έσοδα περίπου 500 εκατ. ευρώ.
Το οπλοστάσιο της ΑΑΔΕ περιλαμβάνει εργαλεία όπως η εγκατάσταση POS, ηλεκτρονικά τιμολόγια και πραγματικού χρόνου έλεγχοι με την βοήθεια Τεχνητής Νοημοσύνης. Ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης δήλωσε ότι στόχος είναι η αποκάλυψη τουλάχιστον 2,5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση μέχρι το 2027.
Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής είναι αναγκαία προϋπόθεση για έναν νέο γύρο φορολογικών ελαφρύνσεων. Οι κυβερνητικές επιδιώξεις περιλαμβάνουν μόνιμα έσοδα και πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο, προκειμένου να μειωθούν οι φόροι.