Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατηρεί ηγετική θέση σε διεθνές επίπεδο, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και απασχολώντας περί τους 12.000 εργαζόμενους.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Πελεκανάκη, Διευθυντή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας, το 2023 η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια αναδείχθηκε πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Η Ελλάδα πρωτοπορεί στην ΕΕ και είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός σε τσιπούρα και λαυράκι σε όλη την Ευρώπη και δεύτερος στη Μεσόγειο μετά την Τουρκία».
Ο κλάδος αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, όπως η ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού των υδατοκαλλιεργειών, με μόλις 6 από τις 23 Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) να έχουν ιδρυθεί από το 2011.
Η πίεση από τις αυξημένες εισαγωγές από την Τουρκία καθιστά τον ανταγωνισμό όλο και πιο έντονο. Η Τουρκία εισέρχεται στην αγορά της ΕΕ ιδρύοντας εταιρείες εμπορίας στην Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη το υπάρχον δίκτυο.
Οι επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας συνεχίζουν να επενδύουν σε εκσυγχρονισμό και βιώσιμες πρακτικές, παρά το δυσμενές οικονομικό κλίμα που επηρεάζει τη βιομηχανία.
Σύμφωνα με την 10η έκδοση της έκθεσης υδατοκαλλιέργειας της ΕΛΟΠΥ, το 2023 η παραγωγή ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 131.300 τόνους, αξίας 752,5 εκατ. ευρώ, με την τσιπούρα και το λαβράκι να αποτελούν το 92% της παραγωγής.
Εν τω μεταξύ, το 83% της παραγωγής διατέθηκε σε αγορές εκτός Ελλάδας, δείχνοντας την εξωστρέφεια του κλάδου, παρά τις κλιμακούμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε στα 5,24 ευρώ/κιλό, ενώ για το λαβράκι μειώθηκε στα 6,3 ευρώ/κιλό.