Τη νέα εποχή πολύ χαμηλών, σχεδόν μηδενικών, επιτοκίων στα καταθετικά προϊόντα έχουν ξεκινήσει να βιώνουν και τα ελληνικά νοικοκυριά, μια εποχή που καθυστέρησε λίγο να έρθει και στη χώρα μας λόγω της κρίσης που ώθησε τις τράπεζες να κρατήσουν τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα από ότι οι ευρωπαϊκές.
Έχοντας συνηθίσει ακόμη και στο παρελθόν, στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, σε επιτόκια σε προθεσμιακούς καταθετικούς που προσέγγιζαν και το 10% κλιμακωτά σε ορισμένες περιπτώσεις, οι καταθέτες ζητούν από τις τράπεζες εναλλακτικές λύσεις. Ρωτούν να μάθουν για νέα προϊόντα και διερευνούν ανάλογα με τις δυνατότητες που έχουν και τα ρίσκα που επιθυμούν να αναλάβουν προς τα πού θα κατευθύνουν τις ήδη υπάρχουσες αποταμιεύσεις τους ή κάποια νέα κεφάλαια που έχουν προς αποταμίευση.
Στους καταθετικούς λογαριασμούς επιμένουν οι Έλληνες
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank Τάσος Αναστασάτος σε εκδήλωση της τράπεζας για τον θεσμό της Αποταμίευσης, περισσότερες από τις μισές αποταμιεύσεις τους οι Έλληνες τις έχουν τοποθετήσει σε καταθέσεις παρότι αυτές έχουν πλέον πολύ χαμηλή απόδοση, ενώ το ποσοστό στην Ευρώπη είναι μόλις 31%. Ειδικότερα, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό επιμένει να τοποθετεί τις αποταμιεύσεις στις καταθέσεις, σε σχέση με το μέσο νοικοκυριό στην ευρωζώνη που έχει στραφεί πλέον σε εναλλακτικές μορφές τοποθετήσεων.
Η σύνθεση της αποταμίευσης του μέσου νοικοκυριού στην χώρα μας ήταν για το 2018: 54,3% καταθέσεις, 23,9% μετοχές, 10,3% μετρητά, 4,5% συνταξιοδοτικά/ασφαλιστικά, άλλες απαιτήσεις 3,2%, επενδυτικά κεφάλαια 2,6% και λοιπά χρεόγραφα 1,3%. Στην ευρωζώνη οι καταθέσεις υποχωρούν στο 31%, 25 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από την Ελλάδα, οι μετοχές ανεβαίνουν στο 31,6% και τα συνταξιοδοτικά/ασφαλιστικά εκτοξεύονται στο 34%, ενώ και τα επενδυτικά κεφάλαια έχουν ένα αξιόλογο ποσοστό 8%.
Όπως ανέφερε ο κ. Αναστασάτος, η αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν χαμηλή και μειώθηκε περαιτέρω στη διάρκεια της κρίσης αλλά σήμερα αρχίζει να ανακάμπτει καθώς σταδιακά επιστρέφουμε στην κανονικότητα, με τη βελτίωση των εισοδημάτων αλλά και την ανάγκη αναπλήρωσης απωλειών. Ειδικότερα στην Ελλάδα το 2019 το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, δηλαδή η ακαθάριστη αποταμίευση των νοικοκυριών ως ποσοστό των ακαθάριστων εισοδημάτων τους, ήταν -3% (αρνητική αποταμίευση, δηλαδή ανάλωση αποταμιεύσεων) όταν στην ευρωζώνη κατά μέσο όρο ήταν 12,7%, στη Γερμανία 19,3% , στην Ισπανία 7,8% στη Γαλλία 14,6% και την Ιταλία 10,1%. Σημειώνεται ότι και στην Ελλάδα το 2010, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών ήταν θετικό, αν και χαμηλό, στο 1,8%.
Εποχή μηδενικών επιτοκίων
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος σε περαιτέρω σημαντική μείωση στα επιτόκια καταθέσεων προχώρησαν εντός του 2019 οι τράπεζες. Το επιτόκιο των καταθέσεων ταμιευτήριου μειώθηκε στο τέλος του 2019 στο 0,04% από 0,05% που ήταν στις αρχές του ίδιου χρόνου. Μεγαλύτερη ήταν η μείωση του επιτοκίου στις προσθεσμιακές καταθέσεις (έως ένα έτος) στο 0,35% από 0,58%. Έτσι το μέσο επιτόκιο όλων των καταθέσεων υποχώρησε στο 0,18% από 0,28%.
Καθώς τα μηδενικά, ακόμη και αρνητικά επιτόκια λόγω της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα κυριαρχήσουν στην ευρωζώνη για πολλά χρόνια, όπως εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές, τα νοικοκυριά και στην Ελλάδα έχουν αρχίζει να αναζητούν νέες εναλλακτικές λύσεις.
Θα πρέπει μάλιστα να αναφερθεί ότι ορισμένες ευρωπαϊκές τράπεζες επιβάλλουν μια ετήσια προμήθεια για τη διατήρηση καταθέσεων στην τράπεζα τους, κάτι που όπως διαβεβαιώνουν τραπεζικά στελέχη ελληνικών τραπεζών δεν είναι στον σχεδιασμό τους.
Εναλλακτικές λύσεις
Γενικότερα όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη ο προβληματισμός των πολιτών για τα μηδενικά επιτόκια «αποτυπώνεται» στα τραπεζικά καταστήματα, στο ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους να ενημερωθούν για τις προτάσεις των τραπεζών.
Τα γνωστά μας αμοιβαία κεφάλαια είναι μία από τις βασικές εναλλακτικές λύσεις που θα κυριαρχήσουν και στην Ελλάδα, καθώς ήδη αποτελούν βασική εναλλακτική λύση σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές αγορές.
Με καλές συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαχείρισης, τραπεζικά στελέχη «υπόσχονται» ότι είναι μια εναλλακτική λύση που δίνει διέξοδο σε νοικοκυριά που επιθυμούν να αναλάβουν ένα λελογισμένο ρίσκο, προσδοκώντας σε υπολογίσιμες αποδόσεις για την εποχή των μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων.
Μια ακόμη λύση είναι τα προϊόντα τακτικών καταβολών για τη δημιουργία σε μεσομακροπρόθεσμο χρονικό ορίζονται ενός ικανού ποσού που μπορεί να καλύψει βασικές μελλοντικές ανάγκες ενός νοικοκυριού, με βασικότερες τις σπουδές των παιδιών ή ένα συμπλήρωμα στη σύνταξη.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο γενικός διευθυντής της λιανικής τραπεζικής της Eurobank, Ιάκωβος Γιαννακλής, τα προϊόντα αυτά απευθύνονται ακόμη και σε νοικοκυριά που έχουν προς διάθεση ένα μικρό μέρος των εισοδημάτων τους προς αποταμίευση, καθώς υπάρχουν προϊόντα τακτικών καταβολών που ξεκινούν και από 30 ευρώ το μήνα που σε βάθος 15-20 ετών εξασφαλίζουν ένα εισόδημα που μπορεί να αξιοποιηθεί. Ο μέσος όρος μηνιαίων τακτικών καταβολής κυμαίνεται μεταξύ 80-110 ευρώ, ποσό ικανό να δημιουργήσει ένα πολύ αξιόλογο ποσό σε βάθος 20ετίας.
Στις εναλλακτικές προτάσεις προϊόντων για δημιουργία μελλοντικού κεφαλαίου όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που ελαχιστοποιούν το ρίσκο σε σχέση με την αναμενόμενη απόδοση: η μεγάλη διασπορά της επένδυσης, ο μακροπρόθεσμος χρονικός ορίζοντας, καθώς και η χρονική διασπορά των καταβολών. Καθώς με τις τρεις αυτές προϋποθέσεις η επένδυση δεν συνδέεται με τον οικονομικό κύκλο στην οποία πραγματοποιείται.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει πάντως να τονισθεί ότι η εποχή των αρνητικών ή και μηδενικών επιτοκίων έχει δημιουργήσει αντιδράσεις και διαμαρτυρίες που επικεντρώνονται στις επιπτώσεις που συνεπάγονται τα αρνητικά επιτόκια για τις αποταμιεύσεις των Ευρωπαίων και για τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Ενστάσεις και αντιδράσεις που προέρχονται τόσο από υπουργούς Οικονομικών όσο και από διαμαρτυρίες από τις ίδιες τις τράπεζες της Ευρωζώνης.
Αλ. Λιδωρίκης