Παρά τις δυσκολίες, η ελληνική οικονομία το 2023 έδειξε σημάδια ανθεκτικότητας, στηριζόμενη από συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και μέτρια αύξηση της παραγωγικότητας.
Αυτό επισημαίνει το ΚΕΠΕ στην Ετήσια Έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας που ανακοινώθηκε σήμερα.
Το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2% το 2023, κατατάσσοντας τη χώρα έβδομη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1%, οι ώρες εργασίας κατά 1,7%, και η παραγωγικότητα εργασίας ανά εργαζόμενο βελτιώθηκε κατά 1%. Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) κατέγραψε σημαντική αύξηση έως και 3,8%, αντανακλώντας βελτίωση στην αποτελεσματική χρήση πόρων.
Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει ο κύριος μοχλός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, με τις επενδύσεις να διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, τα εμπορικά ελλείμματα συνεχίζουν να βαραίνουν την οικονομία, με τις εισαγωγές να αντιστοιχούν στο 37,5% του ΑΕΠ.
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα επιτεύγματα της Ελλάδας είναι η πρόοδός της στη δημοσιονομική εξυγίανση. Το γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε στο 1,6% του ΑΕΠ, σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (3,5%). Παράλληλα, το 2023 το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε ένα έτος, και κατά περισσότερες από 45 ποσοστιαίες μονάδες από το 2020, φτάνοντας το 161,9%.
Παρά τα θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα, η παραγωγικότητα παραμένει μία κρίσιμη πρόκληση. Η παραγωγικότητα στη βιομηχανία μειώθηκε σημαντικά κατά -8% το 2023 λόγω της αυξημένης χρήσης εργασίας χωρίς αντίστοιχη αύξηση της προστιθέμενης αξίας. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) υψηλής τεχνολογίας και γνώσης έχουν σημειώσει πτώση παραγωγικότητας της τάξης του -20% από το 2009, αναδεικνύοντας αδυναμίες στην καινοτομία.
Οι περιφερειακές ανισότητες είναι επίσης έντονες και επίμονες. Οι μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κατέγραψαν από τις μεγαλύτερες μειώσεις παραγωγικότητας εργασίας στην Ευρώπη την τελευταία δεκαετία, υποχωρώντας κατά -23% και -21%, αντίστοιχα.
Η ανταγωνιστικότητα κόστους έχει βελτιωθεί, με την Πραγματική Συναλλαγματική Ισοτιμία να φτάνει στα χαμηλότερα επίπεδά της από το 2010. Ωστόσο, η έντονη εξάρτηση από εισαγόμενες εισροές για την παραγωγή αγαθών που εξάγονται περιορίζει την οικονομική αυτονομία της χώρας. Η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις 25η μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε ψηφιακή ανταγωνιστικότητα.
Το δικαστικό σύστημα αντιμετωπίζει σοβαρές καθυστερήσεις, αποθαρρύνοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα. Εργαλεία όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ηλεκτρονική κατανομή υποθέσεων μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την αποτελεσματικότητα. Στην εκπαίδευση, οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών και ενηλίκων είναι χαμηλές σε βασικές δεξιότητες όπως η αριθμητική και η επίλυση προβλημάτων.
Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο, αλλά η διατηρήσιμη ανάπτυξή της απαιτεί στρατηγικές μεταρρυθμίσεις για την προώθηση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας, και του ανθρώπινου κεφαλαίου.