Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος αποκαλύπτει γιατί θα μπορούσαν τα προϊόντα να είναι 27% πιο φθηνά στα σούπερ μάρκετ
(ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI)

Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος αποκαλύπτει γιατί θα μπορούσαν τα προϊόντα να είναι 27% πιο φθηνά στα σούπερ μάρκετ

Μέχρι και 27% φθηνότερα θα μπορούσαν να είναι 41 τυποποιημένα προϊόντα που υπάρχουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας.

Στην εν λόγω μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας, αναλύονται διαφορές του επιπέδου των τιμών μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ σε 41 κατηγορίες επώνυμων τυποποιημένων προϊόντων σουπερμάρκετ με βάση τις εκτιμήσεις των Dixon et al. (2023), οι οποίοι διαπιστώνουν ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά των παραγωγών, η συγκέντρωση της αγοράς λιανικής και οι συνήθειες των καταναλωτών εξηγούν σημαντικό μέρος των διαφορών στις τιμές μεταξύ των χωρών.

Συγκεκριμένα, εξετάζεται ποιο θα ήταν το επίπεδο των τιμών των εν λόγω προϊόντων στην Ελλάδα αν οι προαναφερθείσες ερμηνευτικές μεταβλητές ορίζονταν στον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης.

Από την ανάλυσή των ερευνητών της ΤτΕ προκύπτει ότι οι τιμές στην Ελλάδα θα ήταν σημαντικά χαμηλότερες αν τα χαρακτηριστικά της αγοράς των παραγωγών (προμηθευτών) και της αγοράς λιανικής, καθώς και οι προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού ευθυγραμμίζονταν με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης. Το αποτέλεσμα αυτό ισχύει για τα περισσότερα προϊόντα.

Για τα αγαθά στα οποία η Ελλάδα ήταν η πιο ακριβή χώρα, η πτώση των τιμών θα μπορούσε να φθάσει στο 30% κατά μέσο όρο.

Σημαντικές μειώσεις θα μπορούσαν επίσης να επιτευχθούν για τα αγαθά με τα υψηλότερα μερίδια στις συνολικές πωλήσεις, τα οποία είναι πιο αντιπροσωπευτικά για το καλάθι του Έλληνα καταναλωτή. Για αυτό το σύνολο αγαθών ειδικότερα, θα μπορούσε να προκύψει μείωση τιμών ίση με 17% κατά μέσο όρο (23% αν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο).

Τα αποτελέσματά μας δείχνουν επίσης ότι, ενώ η Ελλάδα έχει γίνει φθηνότερη την τελευταία δεκαετία σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, παραμένει μια από τις ακριβότερες χώρες στα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει περιθώριο για την υιοθέτηση μέτρων πολιτικής με στόχο την περαιτέρω πτώση των τιμών στην Ελλάδα στο συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς. Για πολλά χρόνια οι συζητήσεις πολιτικής επικεντρώνονται στη σημασία των παρεμβάσεων για τη βελτίωση του ανταγωνισμού από την πλευρά του παραγωγού, ενώ πρόσφατα η προσοχή έχει στραφεί στο ρόλο των παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να περιορίσουν την τιμολογιακή ισχύ των πολυεθνικών. Τα αποτελέσματα της μελέτης μας επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή, με τις μειώσεις τιμών να φθάνουν έως και το 14% σε περίπτωση που οι συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά των παραγωγών θα συνέκλιναν προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι τομείς στους οποίους θα μπορούσε να δώσει έμφαση η οικονομική πολιτική.

Ειδικότερα, η βελτίωση της δομής της αγοράς λιανικής αφενός μέσω της αύξησης του τοπικού ανταγωνισμού και αφετέρου μέσω της παροχής κινήτρων στους εμπόρους λιανικής για το σχηματισμό ενώσεων ―με σκοπό να αντιμετωπιστεί η ολογοπωλιακή ισχύς των πολυεθνικών παραγωγών― θα μπορούσε να μειώσει σε μεγάλο βαθμό τις παρατηρούμενες διαφορές των τιμών. Τέλος, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η καταναλωτική παιδεία, δηλ. η ενίσχυση του οικονομικού αλφαβητισμού, θα συνέβαλλε επίσης στη μείωση της διαφοροποίησης των τιμών έναντι της ευρωζώνης, προς όφελος των καταναλωτών.

Δείτε επίσης: Μ. Χρυσοχοΐδης: Συγκοινωνούντα δοχεία αθλητική βία και οργανωμένο έγκλημα

Loading

Play