Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τις δαπάνες των νοικοκυριών για το οικονομικό έτος 2023 υπογραμμίζουν ότι ο πληθωρισμός δεν επηρεάζει όλους τους πολίτες εξίσου. Οι ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες έχουν σημαντική επίπτωση στους πιο φτωχούς. Μπορεί ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή να καταγράφει ετήσιες αυξήσεις 3%, όμως για τα χαμηλότερα εισοδήματα ο πραγματικός πληθωρισμός μπορεί να είναι σχεδόν διπλάσιος.
Η αιτία αυτής της διαφοράς έγκειται στο «καλάθι του φτωχού», στο οποίο σχεδόν το 56% των εξόδων αφορά διατροφή και στέγαση, που ακριβαίνει με μεγαλύτερο ρυθμό σε σχέση με το «καλάθι του καταναλωτή», το οποίο υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο των ανατιμήσεων σε ένα ευρύ φάσμα αγαθών και υπηρεσιών. Ένα αναπάντεχο στοιχείο είναι η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών: το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του ανώτερου εισοδηματικού πεμπτημόριου το 2023 ήταν σχεδόν εξαπλάσιο σε σύγκριση με το μερίδιο του κατώτατου πεμπτημορίου.
Σύμφωνα με έρευνα της καθηγήτριας οικονομικών του ΕΚΠΑ, Γεωργίας Καπλάνογλου, το 10% των φτωχότερων νοικοκυριών θα έπρεπε να αυξήσει τις δαπάνες του κατά 16% από το 2019 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2024, προκειμένου να διατηρήσει το επίπεδο κατανάλωσης στα συγκεκριμένα αγαθά. Αντίθετα, τα πλουσιότερα νοικοκυριά χρειάζονται λιγότερο από 5% ως προσαρμογές.
Η αυξημένη επιβάρυνση του πληθωρισμού στα τρόφιμα έχει οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης όλων των ειδών διατροφής, παρά τις ολοένα αυξανόμενες δαπάνες. Για παράδειγμα, το 2023 η κατανάλωση ελαιόλαδου μειώθηκε κατά 13,6%, ενώ η μέση μηνιαία δαπάνη για έλαια και λίπη αυξήθηκε σχεδόν κατά 12%. Αυτή η αναντιστοιχία ολοκληρώνει μια εικόνα όπου οι φτωχότεροι αναγκάζονται να σφίξουν τη ζώνη προκειμένου να καλύψουν βασικές ανάγκες τους.