Την ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις αναδεικνύουν οι οικονομικές καταστάσεις των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με όσα επισημάνθηκαν σε ενημερωτική εκδήλωση της Ένωσης Σούπερ Μάρκετ Ελλάδας. Η καθαρή κερδοφορία των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ είναι εξαιρετικά χαμηλή και φθίνουσα. Τα λειτουργικά κόστη αυξάνονται σταθερά λόγω αύξησης στα κόστη απασχόλησης, ενέργειας και logistic, ενώ η ρευστότητα του κλάδου είναι οριακή και ο δανεισμός αυξανόμενος.
Εστιάζοντας στις προκλήσεις της επόμενης χρονιάς, ο γενικός διευθυντής της ΕΣΕ, Απόστολος Πεταλάς, τόνισε ότι η Ένωση, μετρώντας μόλις 1,5 χρόνο ζωής, παραμένει αφοσιωμένη στην αποστολή της και προωθεί δράσεις που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του κλάδου. Οι προτεραιότητες για το 2025 αποσκοπούν όχι μόνο στην επίλυση των υφιστάμενων προκλήσεων, αλλά και στη δημιουργία ενός σταθερού και αποδοτικού περιβάλλοντος για τις αλυσίδες οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων.
Περαιτέρω συγκέντρωση στον κλάδο των σούπερ μάρκετ προέβλεψε ο Αριστοτέλης Παντελιάδης, πρόεδρος της ΕΣΕ. Όπως εξήγησε, η συνεχής αύξηση του λειτουργικού κόστους ευνοεί έναν νέο γύρο συγκεντρώσεων. Την ίδια ώρα, η καθαρή κερδοφορία του κλάδου παραμένει χαμηλή (περίπου 1,8% το 2023 από 1,47% το 2022) συγκριτικά με όλες τις δυτικές χώρες. Παράλληλα, η ρευστότητα είναι οριακή. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες οδηγούν σε περαιτέρω ανακατατάξεις.
Ο Γιάννης Μασούτης, αντιπρόεδρος της ΕΣΕ, εστίασε στο γεγονός ότι τα περιθώρια κέρδους στον κλάδο είναι 1%-1,5%, αποτελώντας εξαιρετικά χαμηλό κέρδος σε σύγκριση με άλλους κλάδους όπως οι τράπεζες, η ενέργεια και οι μεταφορές.
Από την πλευρά του, ο κ. Παντελιάδης επανήλθε στην πρόταση του κλάδου για άνοιγμα της αγοράς με άρση των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Όπως ανέφερε, τα στοιχεία δείχνουν ότι έχει μηδενιστεί ο πληθωρισμός στα σούπερ μάρκετ, με κάποιες φορές να γίνεται αρνητικός, μετά την άνοδο των τιμών τα τελευταία χρόνια σε υψηλά επίπεδα.
Από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η χρονιά εκτιμάται ότι θα κλείσει με πληθωρισμό 0,1% με 0,2%. Ο κ. Παντελιάδης ανέφερε ότι προς το παρόν δεν υπάρχει αίσθηση ότι οι παράγοντες κόστους έχουν αυξηθεί τόσο δραματικά ώστε να προκαλέσουν νέες ανατιμήσεις, ωστόσο σημείωσε ότι οι τιμές δεν μπορούν να επιστρέψουν στα επίπεδα τριετίας πριν. Σύμφωνα με τον κ. Παντελιάδη, αντίδοτο στην ακρίβεια είναι η αύξηση των εισοδημάτων των καταναλωτών, με τους μισθούς να αυξάνονται σημαντικά.
Ο κ. Παντελιάδης ανέλυσε τους παράγοντες που οδηγούν σε αυξήσεις κόστους, όπως η κλιματική κρίση και η γραφειοκρατία από την πλευρά της Κομισιόν. Η έλλειψη εργαζομένων, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, παραμένει μια μεγάλη πρόκληση και οδηγεί σε αυξήσεις του μισθολογικού κόστους.