Πριν από 45 χρόνια, ελάχιστοι έξω από τα όρια της Ταϊβάν είχαν ακούσει για το Σίντσου (Hsinchu), μια παραθαλάσσια περιοχή με το προσωνύμιο «πόλη των αέρηδων», εξαιτίας των ισχυρών ανέμων που την ταλαιπωρούν την εποχή των μουσώνων. Πλέον, η κάποτε μικρή και ήσυχη πόλη έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη – κι αυτό εξαιτίας των εργοστασίων ημιαγωγών που φιλοξενεί. Η σημασία τους όμως εκφράζεται στην κλίμακα του «μάκρο»: όποιος κρατάει στα χέρια του ένα smartphone είναι πολύ πιθανό να έχει αγοράσει τεχνολογία που παρήχθη στο Σίντσου, ενώ οι χώρες που ελέγχουν την αγορά των ημιαγωγών διαθέτουν το προβάδισμα στον αγώνα δρόμου για την τεχνολογική υπεροχή. Τα μικροσκοπικά τσιπ ορίζουν πλέον τον ρυθμό της ανάπτυξης και της οικονομίας παγκοσμίως και η σημασία των εργοστασίων ημιαγωγών του Σίντσου – τα οποία ανήκουν μεταξύ άλλων στους τεχνολογικούς κολοσσούς TSMC και UMC – δεν περιορίζεται στη «σκακιέρα» της οικονομίας, αλλά επεκτείνεται στο πεδίο της γεωπολιτικής.
Περίπου δύο χρόνια έχουν περάσει από τότε που πυροδοτήθηκε ο λεγόμενος παγκόσμιος «πόλεμος των ημιαγωγών», με τις ΗΠΑ και την ΕΕ να επενδύουν δεκάδες δισεκατομμύρια για να προσελκύσουν περισσότερα fabs (εργοστάσια παραγωγής ημιαγωγών) στη Δύση και να ανακόψουν τον δρόμο της Κίνας προς την τεχνολογική υπεροχή. Κι ενώ κάποια απ’ τα εργοστάσια της Ταϊβάν αποκτούν πλέον παραγωγικές εγκαταστάσεις και εκτός των συνόρων της, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο η νησιωτική περιοχή της Ανατολικής Ασίας, που αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος από 11 χώρες και το Βατικανό, να απωλέσει τη λεγόμενη «ασπίδα του πυριτίου» (silicon shield) αν περισσότερα ταϊβανέζικα fabs μεταναστεύσουν. Το σκεπτικό είναι απλό: όσο η Ταϊβάν «κρατάει» την ευαίσθητη τεχνολογία για την παραγωγή των τσιπ εντός των συνόρων της, η διαπραγματευτική ισχύς της είναι μεγαλύτερη και στο γεωπολιτικό πεδίο.
Κι αυτό διότι παράγει πάνω από το 90% των πιο προηγμένων τσιπ παγκοσμίως – των ημιαγωγών δηλαδή που κάνουν δυνατή την ανάπτυξη προηγμένης Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) και βρίσκονται στην καρδιά αεροσκαφών, υποβρυχίων, πυρηνικών όπλων και υπερηχητικών πυραύλων – αλλά και σημαντικότατο ποσοστό των λεγόμενων «θεμελιωδών τσιπ», εκείνων που καθιστούν δυνατές πολλές λειτουργίες των αυτοκινήτων, αλλά και κάθε ηλεκτρονικής συσκευής. Οι ημιαγωγοί θεωρούνται από πολλούς ως το νέο πανίσχυρο νόμισμα στον πλανήτη, η ονομαστική αξία του οποίου εκφράζεται σε υπολογιστική ισχύ. Ενδεικτικό είναι ότι η Avril Haines, διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ, είχε διατυπώσει την εκτίμηση ότι αν η Κίνα εισέβαλε κάποτε στην Ταϊβάν και σταματούσε η παραγωγή της TSMC, αυτό θα σήμαινε ετήσια απώλεια έως 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων από την παγκόσμια οικονομία.
Μιλώντας σε Ευρωπαίους δημοσιογράφους, ο Πίτερ Του προσθέτει ότι, για πολλές κινεζικές εταιρείες σήμερα, η επένδυση κεφαλαίων μπορεί να υπερβαίνει το 100% των ετήσιων εσόδων τους, κάτι που δεν έχει καμία οικονομική λογική και αποδεικνύει ότι επιδοτούνται βαρέως από την κινεζική κυβέρνηση. Η UMC προσπαθεί από την πλευρά της ν’ αντιμετωπίσει τις προκλήσεις, ενισχύοντας την παγκόσμια επιχειρηματική παρουσία της.
Η Κίνα ελέγχει το 31% της παραγωγής των ώριμων τσιπ, ποσοστό που αναμένεται να φτάσει στο 47% έως το 2027. Για να ανακάμψει η Ευρώπη από μια κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα των ημιαγωγών θα χρειαζόταν τουλάχιστον δέκα χρόνια, καθώς η παραγωγή απαιτεί χρόνους και επενδύσεις. Όλες αυτές οι προσαρμογές θα χρειαζόταν τουλάχιστον δέκα χρόνια για να ολοκληρωθούν, αλλά το πόσο ακριβώς θα διαρκούσε η διαδικασία εξαρτάται από ποικιλία παραγόντων.
Η Ταϊβάν ποντάρει στις συνεργασίες για να διατηρήσει ισχυρή την κραταιά βιομηχανία της. «Εισάγουμε εξοπλισμό ημιαγωγών κυρίως από την Ευρώπη και πρώτες ύλες από την Ιαπωνία» καταλήγει η Σίνθια Κιανγκ.
Η Ταϊβάν παρακολουθεί πολύ στενά τι μέτρα θα πάρει η αμερικανική κυβέρνηση, καθώς είναι βαρέως εξαρτώμενη από το εμπόριο. Όπως αναφέρει η Σίνθια Κιανγκ, αν ο Τραμπ επιβάλει δασμούς, «νομίζουμε ότι η κατανάλωση στις ΗΠΑ θα επηρεαστεί, κι αυτό ίσως θα επηρεάσει επίσης όλο το παγκόσμιο εμπόριο».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ