Η γεωθερμία, μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας που βασίζεται στη φυσική θερμότητα του υπεδάφους και των υπόγειων στρωμάτων της γης, έχει ένα ακτινοβόλο μέλλον για να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες του πλανήτη για ηλεκτρισμό. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας παρακινεί τις πετρελαϊκές εταιρείες να επενδύσουν σ’ αυτόν τον τομέα.
Η γεωθερμία θα μπορούσε να καλύψει μόνη της 15% της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης για ηλεκτρικό από τώρα μέχρι το 2050, αν το κόστος των προγραμμάτων συνεχίσει να μειώνεται, σύμφωνα με την 125σέλιδη έκθεση του ΔΟΕ με τίτλο «Το μέλλον της γεωθερμικής ενέργειας», που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Συνολικά, η ενέργεια από τα σωθικά της γης θα μπορούσε να παράσχει στον πλανήτη έως 800 γιγαβάτ ηλεκτρικής ισχύος, δηλαδή όσο καταναλώνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία.
Ωστόσο, σήμερα μόνο το 1% της παγκόσμιας κατανάλωσης ηλεκτρισμού προέρχεται από τη γεωθερμία. Για να επιτευχθεί αυτό το ποσοτικό άλμα, ο ΔΟΕ εκτιμά ότι οι τεχνικές εξόρυξης, που χρησιμοποιούνται από τις βιομηχανίες του πετρελαίου και του αερίου, σε συνδυασμό με νέες τεχνολογίες, θα μπορούσαν να συμβάλουν ώστε η γεωθερμία να μην περιορίζεται μόνο στις ζώνες ηφαιστειακής ή τεκτονικής δραστηριότητας.
Η έκθεση επισημαίνει ότι «η βιομηχανία του πετρελαίου και του αερίου μπορεί να διαδραματίσει ρόλο κλειδί ώστε η γεωθερμία να καταστεί πιο ανταγωνιστική». Η γεωθερμία, που χρησιμοποιείται εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα από πολλές χώρες, προσφέρει το πλεονέκτημα ότι είναι πιο σταθερή και ευέλικτη από την αιολική ή την ηλιακή ενέργεια, με καλύτερη απόδοση.
Σήμερα είναι η δεύτερη λιγότερο χρησιμοποιούμενη «καθαρή ενέργεια» μετά την υδραυλική ενέργεια των ωκεανών. Ο ΔΟΕ εκτιμά ότι «οι οικονομικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη της γεωθερμίας θα μπορούσαν να μειωθούν για τους επενδυτές», επιτρέποντας έτσι να μειωθούν κατά 80% τα κόστη έως το 2035.
Οι παγκόσμιες επενδύσεις στον τομέα της γεωθερμίας θα μπορούσαν να αυξηθούν σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια έως το 2035 και σε 2,5 τρισεκατομμύρια έως το 2050. Αυτή τη στιγμή, οι τρεις χώρες που αναπτύσσουν περισσότερο τον τομέα είναι η Τουρκία, η Ινδονησία και η Κένυα, αν και οι πιο σημαντικές δυνατότητες παραγωγής είναι εγκατεστημένες στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ