Τόμσεν: Η Αθήνα επέλεξε μεγαλύτερα πλεονάσματα

Τόμσεν: Η Αθήνα επέλεξε μεγαλύτερα πλεονάσματα

Έναν σύντομο απολογισμό για την ελληνική οικονομία και τα λάθη που οδήγησαν στον εκτροχιασμό του προγράμματος ανέφερε ο Πόλ Τόμσεν το βράδυ της Δευτέρας στο London School of Economics με τίτλο «Το ΔΝΤ και η ελληνική κρίση: Μύθοι και πραγματικότητες».

Όπως είπε αρχικά αναφερόμενος στους υπολογισμούς του Ταμείου για το ελληνικό ΑΕΠ: «Το 2010 υποθέσαμε ότι η Ελλάδα θα χρειαζόταν οκτώ χρόνια για να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. (…) Το αποτέλεσμα ήταν πολύ χειρότερο».

Συγκεκριμένα είπε, σύμφωνα με την Καθημερινή, ότι η αρχική εκτίμηση του ΔΝΤ ήταν ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα θα επέστρεφε στα προ κρίσης επίπεδα σε οχτώ χρόνια αλλά «τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα». «Σήμερα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι ακόμη 22% χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα, συνπεώς έχουμε πολλές εξηγήσεις να δώσουμε…» είπε ο κ. Τόμσεν.

Έκανε στη συνέχεια λόγο για υψηλές δαπάνες για τις συντάξεις, επισημαίνοντας ως πρόβλημα ότι οι μεταρρυθμίσεις για τη μείωσή τους ανατράπηκαν τα χρόνια μετά από τη φορολογική μεταρρύθμιση του 2016 και τη λήξη του προγράμματος διάσωσης.

Σύμφωνα με τον ίδιο το ΔΝΤ ζητούσε από το 2012 χαμηλότερα πλεονάσματα για την Ελλάδα αλλά η τότε κυβέρνηση «συμπαρατασσόταν με τους Ευρωπαίους υπέρ των υψηλότερων πλεονασμάτων θέλοντας να τους εντυπωσιάσει με την αποφασιστικότητά της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα».

«Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση εσκεμμένα επιδίωξε υπεραπόδοση έναντι του φιλόδοξου στόχου του 3,5% που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους, για να τους δείξει ότι δε χρειαζόταν να κάνει αυτές τις δύσκολες φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις», σχολίασε ο Πολ Τόμσεν.

Συνέχισε λέγοντας ότι το αφορολόγητο όριο σε σχέση με το μέσο μισθό είναι πάνω από δυόμισι φορές υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το 60% των μισθωτών στην Ελλάδα εξαιρούνται από τη φορολογία εισοδήματος, ποσοστό δραματικά υψηλότερο από το 20% του μέσου όρου στην ΕΕ.

 

Loading

Play