Β. Κορκίδης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: Οι πρακτικές «shrinkflation» και «arbitrage» των πολυεθνικών

Β. Κορκίδης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: Οι πρακτικές «shrinkflation» και «arbitrage» των πολυεθνικών

του Βασίλη Κορκίδη προέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς

 

Οι άνθρωποι της αγοράς στηρίζουν απόλυτα την πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να αναδείξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο την κοινή αντιμετώπιση του φαινομένου των ακριβών και «πολυδιάστατων» τιμολογήσεων των πολυεθνικών με αδικαιολόγητες αποκλίσεις του ίδιου προϊόντος, από χώρα σε χώρα. Οι 4 παρεµβάσεις της Ελλάδας στην ΕΕ είναι αρχικά, να µην παρεµποδίζεται η ελεύθερη διακίνηση των αγαθών με έμμεσες πρακτικές που εφαρµόζουν οι πολυεθνικές και δεν επιτρέπουν τις παράλληλες εισαγωγές. Επίσης η καταπολέμηση της πρακτικής «shrinkflation» με τη πώληση του ίδιου, αλλά συρρικνωμένου προϊόντος, σε μικρότερες συσκευασίες και λιγότερο προϊόν µε στόχο τη τιμή σε βάρος των καταναλωτών, καθώς και η καταπολέμηση του «arbitrage», με την αγορά προϊόντων φθηνά σε µια χώρα και πώλησης σε υψηλότερη τιµή σε άλλη. Η ελληνική πλευρά ζητά την αλλαγή νομολογίας, ώστε να αντιμετωπισθεί η γεωγραφική διάκριση τιµών, που επιβαρύνει ετησίως 14 δις ευρώ τους ευρωπαίους καταναλωτές. Το τελικό ζητούμενο είναι οι τιμές των πολυεθνικών στα ράφια των ελληνικών σούπερ μάρκετ να έχουν την ελάχιστη, ακόμα και καθόλου απόκλιση από τα ράφια άλλων ευρωπαϊκών χωρών της πολυσυζητημένης ενιαίας αγοράς.

Ο έλεγχος της τιμολόγησης των πολυεθνικών εταιρειών στην Ευρώπη είναι ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο θέμα που εμπλέκει φορείς και παράγοντες σε πολλές χώρες, αλλά πρέπει κάποτε να αντιμετωπισθεί. Οι συνήθεις τρόποι που μπορεί να ελέγχονται οι τιμές περιλαμβάνουν τον ανταγωνισμό, τους καταναλωτές, τους κανονισμούς και τη διαφάνεια. Ένας υγιής ανταγωνισμός είναι σημαντικός για τον έλεγχο των τιμών και μπορεί να ασκήσει πίεση για τη διατήρηση των τιμών σε λογικά επίπεδα. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να επιβάλλουν κανόνες για τις τιμές σε ορισμένες αγορές και σε κλάδους που υπάρχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Οι καταναλωτές μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές με τις αγοραστικές τους επιλογές, εάν αντιδράσουν αρνητικά σε αυξήσεις, ώστε οι εταιρείες να αναθεωρήσουν τις τιμές τους. Η διαφάνεια στη πολιτική τιμολόγησης και η δημοσιοποίηση των τιμών μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο των τιμών και στην αποτροπή παράνομων πρακτικών. Οι ευρωπαϊκοί κανόνες που υπάρχουν και η νομοθεσία που διέπει τον έλεγχο των πολυεθνικών εταιρειών στην ΕΕ, περιλαμβάνουν τους κανόνες ανταγωνισμού, φορολογίας, προστασίας καταναλωτών, συγχωνεύσεων και εξαγοράς επιχειρήσεων, αλλά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Επίσης υπάρχει νομοθεσία που προστατεύει τους καταναλωτές από παραπλανητικές πρακτικές και επιβάλλει υψηλά πρότυπα ασφάλειας για προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρονται στην ευρωπαϊκή αγορά. Το ερώτημα είναι εάν αυτοί οι βασικοί ευρωπαϊκοί κανόνες συμμόρφωσης των πολυεθνικών λειτουργούν σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού και εάν επαρκούν στη παρατεταμένη ακρίβεια που διανύουμε τα τελευταία δύο χρόνια.

Οι πολυεθνικές διαθέτουν δίκτυα πωλήσεων με μητρικές και θυγατρικές εταιρείες, που λειτουργούν με πολλούς τρόπους, ανάλογα με τη στρατηγική και τον τομέα τους. Ο γενικός τρόπος λειτουργίας είναι η μητρική, που είναι και η κεντρική εταιρεία στη χώρα επιλογής της πολυεθνικής. Συνήθως, η μητρική διαχειρίζεται τις στρατηγικές αποφάσεις, την έρευνα και την ανάπτυξη, την χρηματοοικονομική διαχείριση και άλλες κεντρικές λειτουργίες. Οι θυγατρικές είναι υποκαταστήματα της μητρικής που λειτουργούν σε άλλες χώρες και είναι υπεύθυνες για τη τοπική διαχείριση, τις πωλήσεις, το μάρκετινγκ, την υποστήριξη πελατών και άλλες δραστηριότητες. Την κεντρική διαχείριση διαθέτει η μητρική με ένα κεντρικό σύστημα που επιτρέπει τον έλεγχο και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων όλων των θυγατρικών. Αναφορικά με τη δικτύωση των προμηθευτών, οι πολυεθνικές συνήθως συνεργάζονται με τοπικούς προμηθευτές. Οι συνηθέστερες πρακτικές που ακολουθούνται για να ανεβάζουν το κόστος των πωλούμενων στην Ελλάδα προϊόντων, ειδικά όταν η θυγατρική στην Ελλάδα είναι εμπορική εταιρεία, είναι η επιβολή πολύ υψηλών δικαιωμάτων χρήσης των σημάτων «royalties», οι υψηλές τιμές προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, ο εσωτερικός δανεισμός με πολύ υψηλά επιτόκια.

Οι τιμολογήσεις των πολυεθνικών εταιρειών σε καταναλωτικά αγαθά καθορίζονται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων του κόστους παραγωγής, του ανταγωνισμού, τη ζήτηση και προσφορά, τις στρατηγικές τιμολόγησης και τη φορολογία. Το κόστος που σχετίζεται με την παραγωγή του προϊόντος, συμπεριλαμβάνει το κόστος των υλικών, του εργατικού δυναμικού, του εξοπλισμού, της αποθήκευσης, της μεταφοράς και άλλων δαπανών. Ο βαθμός του ανταγωνισμού στην αγορά επηρεάζει τις τιμές, αφού σε αγορές με αυξημένο ανταγωνισμό, οι τιμές τείνουν να παραμένουν χαμηλότερες. Επίσης οι τιμές προσαρμόζονται σύμφωνα με τη ζήτηση και την προσφορά, αφού όταν η ζήτηση είναι υψηλή και η προσφορά χαμηλή, οι τιμές αυξάνονται. Οι εταιρείες συνήθως χρησιμοποιούν διάφορες στρατηγικές τιμολόγησης, όπως τη διαφοροποίηση τιμών στις διάφορες αγορές με τη χρήση εκπτώσεων και προσφορών. Τελευταίος, αλλά και σημαντικότερος παράγοντας είναι οι φόροι που επηρεάζουν τις τιμές, καθώς πολλές χώρες επιβάλλουν υψηλούς φόρους στα προϊόντα. Ο ΦΠΑ μπορεί να είναι ένας βασικός παράγοντας για τις αποκλίσεις των τιμών σε όμοια προϊόντα. Όμως, εάν εξετάσουμε τις τιμές πολλών προϊόντων πολυεθνικών στα τιμολόγια, χωρίς τον ΦΠΑ, η Ελλάδα έχει από τις μεγαλύτερες κοστολογήσεις, που δεν δικαιολογούνται ούτε από φυσικές καταστροφές της κλιματικής αλλαγής, ούτε από το μεταφορικό κόστος λόγω της απόστασης της χώρας μας από τα παραγωγικά κέντρα της Ευρώπης, ούτε από τα αντίστοιχα κόστη σε ενέργεια, ούτε από το μέγεθος της αγοράς και αντίστοιχες οικονομίες κλίμακας.

Η συγκέντρωση της αγοράς από πολυεθνικές εταιρείες επιδρά σίγουρα στις τιμές και μάλιστα εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που δεν είναι πάντοτε ίδιοι. Ορισμένες πτυχές που λαμβάνονται υπόψη είναι ο ανταγωνισμός, η αποδοτικότητα και η καταναλωτική ζήτηση. Αν η συγκέντρωση της αγοράς οδηγεί σε μείωση του ανταγωνισμού, τότε οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν περισσότερη ευκολία να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους. Οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να επωφεληθούν από την οικονομία κλίμακας και την αποδοτικότητα στην παραγωγή, που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των λειτουργικών δαπανών και ενδεχομένως σε μειωμένες τιμές για τους καταναλωτές. Η ζήτηση από τους καταναλωτές είναι πολύ σημαντική, αφού εάν οι καταναλωτές έχουν περισσότερες επιλογές και αγοραστική δύναμη, οι πολυεθνικές εταιρείες ίσως δυσκολευτούν να αυξήσουν τις τιμές χωρίς να χάσουν πελάτες. Συνολικά, η επίδραση της συγκέντρωσης της αγοράς στις τιμές είναι καθοριστική και το μέγεθος της εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών.

Στην Ελλάδα η ακρίβεια επιμένει, παρά τις πολλές προσπάθειες της κυβέρνησης να την περιορίσει με κάθε δυνατό τρόπο και με την επιβολή πλαφόν στο περιθώριο κέρδους. Τα στοιχεία δείχνουν πως οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν ακριβότερα πολλά προϊόντα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ για μία σειρά από προϊόντα, τα οποία ελέγχουν οι πολυεθνικές και είναι απαραίτητα για κάθε νοικοκυριό, όπως τρόφιμα, προϊόντα οικιακής χρήσης και προσωπικής υγιεινής. Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία οι Ελληνες πληρώνουν τις τιμές των τροφίμων στα ελληνικά ράφια με αυξήσεις 55%, υπερκαλύπτοντας έτσι το 27,7% στις αυξήσεις των μισθών. Τον περασμένο μήνα ο πληθωρισμός στη χώρα μας υποχώρησε οριακά στο 3,1%, αλλά οι αυξήσεις στα τρόφιμα συνέχισαν να επιμένουν με 5,4%.

©Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Loading