Στις εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης των επενδύσεων και στο οικονομικό περιβάλλον αναφέρθηκαν εκπρόσωποι του χρηματοπιστωτικού τομέα στη συζήτηση στρογγυλής τράπεζας με θέμα τα τραπεζικά, εναλλακτικά χρηματοδοτικά σχήματα και την προώθηση των επενδύσεων στο στρατηγικό συνέδριο του Τεχνικού Επιμεητηρίου Ελλάδας: Η Ελληνική Οικονομία στη Νέα Εποχή των Επενδύσεων και της Ανάπτυξης.
Στις εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης των επενδύσεων, πέραν του τραπεζικού τομέα, αναφέρθηκε η Βασιλική Λαζαράκου, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Όπως είπε: «Η Ευρώπη, χρόνια τώρα, στηρίζεται στον τραπεζικό δανεισμό, έναντι των ΗΠΑ που στηρίζεται περισσότερο στις εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης. Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη έχει πάει στο 70-30 όσον αφορά την αναλογία τραπεζικού δανεισμού κι εναλλακτικής χρηματοδότησης, ενώ ειδικά από το δεύτερο εξάμηνο του 2014 και μετά, αποτελεί κεντρικό ευρωπαϊκό στόχο η ανάπτυξη και -πιο πρόσφατα- η βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία μπορεί να δώσει σημαντική ώθηση στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Ακριβώς αυτή η ανάγκη έχει ενισχύσει τον προβληματισμό στην Ευρώπη για την εξεύρεση εναλλακτικής χρηματοδότησης».
Ειδικά στο κομμάτι των υποδομών, όπως ανέφερε η κ. Λαζαράκου, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης. Η ίδια έφερε ως παράδειγμα εναλλακτικής μορφής χρηματοδότησης και το crowd funding, «το οποίο δεν έχει λειτουργήσει στην πράξη γιατί υπάρχουν διάφορες αγκυλώσεις. Αναμένουμε να βγει ο ευρωπαϊκός κανονισμός για να μπορέσουμε να εισάγουμε περισσότερες προσαρμογές στον υπάρχοντα νόμο ώστε να χρηματοδοτηθούν οι μικρότερες εταιρείες».
Ως προς τις νέες προτεραιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «πέραν του εποπτικού μας ρόλου για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ο ρόλος μας είναι να συνδιαμορφώνουμε ως εμπειρογνώμονες το γενικότερο πλαίσιο στην εξειδίκευση της νομοθεσίας, να προτείνουμε νέα προϊόντα χρηματοδότησης που έχουν μελετηθεί στην Ευρώπη και θα μπορούσαν με τις κατάλληλες προσαρμογές να έρθουν και στην Ελλάδα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το πώς θα μπορούσαμε να ενισχύσουμε το fintech και να “αγκαλιάσουμε” τη συγκεκριμένη δράση ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να εξάγει γνώση και στον τομέα αυτόν».
Παρεμβάσεις
Για τα τραπεζικά, εναλλακτικά χρηματοδοτικά σχήματα και την προώθηση των επενδύσεων μίλησαν ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου EUROBANK και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Τάσος Αναστασάτος, ο πρόεδρος της Qualcο Group, Ορέστης Τσακαλώτος, ο αντιπρόεδρος της Attica Bank και πρόεδρος του ΤΜΕΔΕ, Κωνσταντίνος Μακέδος, ο καθηγητής της Οξφόρδης Δημήτρης Τσομώκος, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΑΠΕΕΠ (Διαχειριστή ΑΠΕ & Εγγυήσεων Προέλευσης), Γιάννης Γιαρέντης.
«Για να επιτύχει η χώρα ρυθμούς ανάπτυξης στο 3% θα χρειασθούν ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων από 8-10% για τα επόμενα 10 χρόνια». Αυτό επισήμανε ο Τάσος Αναστασάτος (επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου EUROBANK). Όπως σημείωσε: «Είναι αυτονόητο ότι η χώρα χρειάζεται επενδύσεις και ότι θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από το προηγούμενο μοντέλο της κατανάλωσης. Η συμμετοχή της κατανάλωσης στο ΑΕΠ της Ελλάδας παραμένει υψηλή, ενώ η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ παραμένει πολύ χαμηλά γύρω στο 11%, όταν στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 20,9%. Αρκεί να αναφερθεί ότι η πτώση των επενδύσεων στη χώρα είναι γύρω στα 85 δισ. ευρώ σε σχέση με τις τιμές του 2010».
Ο κ. Αναστασάτος ανέφερε ότι η διαθεσιμότητα των εγχώριων πόρων για επενδύσεις είναι περιορισμένη και αυτό καταδεικνύει την αναγκαιότητα των ξένων επενδύσεων και ιδιαίτερα των λεγόμενων Greenfield επενδύσεων, ήτοι των επενδύσεων που ξεκινούν από την αρχή. «Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ παραμένουν στο ήμισυ σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Το διεθνές περιβάλλον δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε, μπορούμε ωστόσο να έχουμε σταθερές πολιτικές και να βελτιώσουμε το πλαίσιο ώστε να προσελκύσουμε περισσότερα κεφάλαια».
Ο ίδιος αναφέρθηκε και στο ανθρώπινο κεφάλαιο, επισημαίνοντας ότι ενώ η ανεργία μειώνεται κι έχει φθάσει στο 17%, υπάρχει αυτή την στιγμή μεγάλη ανάγκη για ποιοτικές θέσεις εργασίας. Πολύ χαμηλή είναι και η «επένδυση» στη χώρα και στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης (R+D), γεγονός το οποίο εν μέσω κρίσης μπορεί να θεωρήθηκε ως πολυτέλεια, ωστόσο πλέον αποτελεί αναγκαιότητα εν μέσω του γενικότερου ευρωπαϊκού περιβάλλοντος όπως το διαμορφώνουν οι νέες συνθήκες. Επίσης ένας δεύτερος τομέας, όπου υστερεί η Ελλάδα και οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι τα λεγόμενα ψηφιακά προσόντα. «Το άυλο κεφάλαιο είναι πολύ σημαντικό», τόνισε.
Στο ερώτημα αν αυτή την στιγμή η χώρα μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις, ο κ. Αναστασάτος ανέφερε ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας στο κομμάτι της εργασίας έχει βελτιωθεί, όπως και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα ειδικά μέχρι το 2014, δεδομένου ότι στη συνέχεια υπήρξε μία στασιμότητα. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη χαμηλά στη λίστα του ΟΟΣΑ, επομένως υπάρχει σημαντικός δρόμος που θα πρέπει να διανυθεί και θα πρέπει η κυβέρνηση να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Η χώρα θα πρέπει επίσης να καλύψει το κενό και όσον αφορά το θέμα της επενδυτικής βαθμίδας».
Μία σημαντική πρόκληση εξακολουθεί να είναι το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπου οι ελληνικές τράπεζες υστερούν έναντι της Ευρωζώνης, ωστόσο υπάρχει βελτίωση και επίτευξη των στόχων. «To βασικό είναι να αρχίσει να επιταχύνει η ανάπτυξη, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, των νέων επενδυτικών σχεδίων και των νοικοκυριών που είναι ακόμη χαμηλά».
Ο Ορέστης Τσακαλώτος (Qualcο Group) στην παρέμβασή του, ανέφερε ότι το κυριότερο θέμα των τραπεζών σήμερα είναι πώς θα λειτουργήσουν σωστά. «Είναι φανερό ότι εάν έχεις τράπεζες που λειτουργούν σωστά, οι επενδυτές έρχονται με γρήγορο ρυθμό» όπως είπε και προσέθεσε ότι πρέπει να λυθούν άμεσα τρία θέματα σε σχέση με τα NPLs. Το πρώτο αφορά στην ταχύτητα και στην ύπαρξη ισχυρών τεχνολογικών υποδομών, το δεύτερο αφορά στη συναινετική βάση η οποία λύνει και το ηθικό θέμα που αντιμετωπίζει ο χώρος και το τρίτο αφορά στη ρύθμιση και τις κατευθύνσεις που έρχονται από τις Βρυξέλλες και τον SSM. Ειδικά η Ελλάδα αντιμετωπίζει το οξύτερο πρόβλημα με δεδομένο ότι τα κόκκινα δάνεια φτάνουν στο 50%. Για την Qualco ανέφερε ότι έχει αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, προσθέτοντας ότι είναι σημαντικό να υπάρχει ένας τοπικός partner που θα βοηθήσει να κερδηθεί το στοίχημα να προσελκυσθούν υψηλής ποιότητας επενδυτικά κεφάλαια με μακροπρόθεσμη προοπτική.
Ο Κωνσταντίνος Μακέδος (αντιπρόεδρος της Attica Bank) τόνισε ότι «μετά από 10 χρόνια κρίσης καλούμαστε να πάμε μπροστά και είναι σημαντικό ότι στο επίκεντρο της πολιτικής είναι η ανάπτυξη». Ο ίδιος προσέθεσε ότι το τραπεζικό σύστημα προσπαθεί δυναμικά να αφήσει πίσω του την κρίση. Επιπλέον ζήτησε «να στηριχθούν οι υποδομές και οι ΜμΕ, η “ραχοκοκαλιά” της ελληνικής οικονομίας». Όπως τόνισε ο κ. Μακέδος, «βρισκόμαστε στην εποχή που γίνεται η ριζική εξυγίανση και αναδιάταξή του Τραπεζικού Συστήματος, που θα δώσει ώθηση στη νέα αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Η Attica Bank έχοντας κάνει ήδη σημαντικά βήματα, αντιμετωπίζει αυτή την πρόκληση, υιοθετώντας έναν φιλόδοξο και ρεαλιστικό στρατηγικό σχέδιο, ώστε να δώσει με επιτυχία δυναμικά το παρόν στη νέα εποχή. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η Τράπεζα, «κατοχυρώνει τον διακριτό και επιχειρηματικά ελκυστικό της ρόλο, στηρίζοντας τη “ραχοκοκαλιά” της ελληνικής οικονομίας: Τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους επιστήμονες, που έμειναν και επιβίωσαν από τον τυφώνα του brain drain, των λουκέτων, της ανεργίας και των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών. Μπορεί και πρέπει να στηρίξει τους ανθρώπους, που θα χτίσουν το εθνικό success story. Μπορεί και πρέπει να απαντήσει στις σύγχρονες κοινωνικές προκλήσεις, τις επιταγές της 4ης Βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, που ήδη βιώνουμε».
Σύμφωνα με τον κ. Μακέδο: «Η Attica Bank, ύστερα από 94 χρόνια λειτουργίας, με 135.000 ενεργούς πελάτες, 1,8 δισ. ευρώ χορηγήσεις, 2,3 δισ. ευρώ καταθέσεις, έχοντας απαλλαχθεί από “κόκκινα” δάνεια ύψους 2 δισ. ευρώ, αλλά και απεξαρτηθεί πλήρως από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA), με αύξηση των καταθέσεων κατά 16% στο εξάμηνο και 19% για τη χρονιά που πέρασε. Με τον χαμηλότερο δείκτη δανείων προς καταθέσεις της αγοράς (64% ) και με μία στιβαρή και ικανή νέα διοίκηση, που συνδυάζει πολύτιμη τραπεζική εμπειρία, αλλά και γνώση της αγοράς, αφήνει πίσω της το παρελθόν και κοιτάει με αυτοπεποίθηση το μέλλον. Προχωράμε δυναμικά μπροστά: Στην οριστική εξυγίανση του ισολογισμού της. Τα συνολικά έξοδα σε ετήσια βάση μειώθηκαν κατά 9%, ενώ τα γενικά λειτουργικά έξοδα μειώθηκαν κατά 22% σε ετήσια βάση. Προχωράμε δυναμικά: στον ψηφιακό μετασχηματισμό της, στην οριστική εξάλειψη των NPLs του παρελθόντος που απομένουν, μέσω νέας τιτλοποίησης, στην ανάπτυξη μίας νέας σειράς ελκυστικών τραπεζικών προϊόντων, όπως το νέας γενιάς στεγαστικό δάνειο, με χαμηλό επιτόκιο και μικρή διάρκεια αποπληρωμής, στοχεύοντας στην ενεργητική επαφή με τον πελάτη και στην επίτευξη ικανοποιητικής απόδοσης για τους μετόχους, που στήριξαν και στηρίζουν διαχρονικά την Τράπεζα. Όπως έκανε πρόσφατα γνωστό η διοίκηση της Τράπεζας, στόχος είναι, την επόμενη 5ετία, να διπλασιάσουμε τα μεγέθη του ισολογισμού μας, μέσα από την αύξηση των χορηγήσεων και των καταθέσεων και τη διεύρυνση του πελατολογίου μας σε νέες ομάδες ελεύθερων επαγγελματιών, επιστημόνων, αλλά και σε δυναμικούς τομείς της οικονομίας».
Στην τοποθέτηση του ο καθηγητής της Οξφόρδης Δημήτρης Τσομώκος, έκανε μια αναδρομή στα αίτια που οδήγησαν την ελληνική οικονομία στην κρίση, τονίζοντας ότι πριν την είσοδο στην ευρωζώνη η ανάπτυξη βασίστηκε στις υποτιμήσεις του νομίσματος, τις μεταχρονολογημένες επιταγές και την προεξόφληση υποχρεώσεων, ένα σύστημα που αύξησε την επιτάχυνση του χρήματος και την πιστωτική επέκταση. «Μετά την απώλεια της δυνατότητας άσκησης νομισματικής πολιτικής η καινούρια διαδικασία ήταν ο φθηνός δανεισμός και οι επενδύσεις σε καταναλωτικές ανάγκες και τις εισαγωγές». Ωστόσο όπως είπε μαζί με τη δημοσιονομική αποσταθεροποίηση, προκλήθηκε ένα πρωτοφανές σοκ για το οποίο η ελληνική οικονομία δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη και χτυπηθήκαμε περισσότερο από τις υπόλοιπες. «Τα σοβαρότερα ζητήματα που προκλήθηκαν ήταν η αποσταθεροποίηση των προσδοκιών, αλλά και η επίπτωση του PSI που εν πολλοίς κατέστρεψε το τραπεζικό σύστημα». Ο κ. Τσομώκος εκτίμησε ότι θα πρέπει να αποκατασταθούν οι επενδύσεις σε διεθνώς εμπορεύσιμες τεχνολογίες ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες αναστροφής της εξόδου αξιόλογου δυναμικού της χώρας. Για να συμβεί αυτό απαιτείται η ύπαρξη σταθερών χρηματοπιστωτικών πυλώνων με ικανοποιητική ρευστότητα πρόσθεσε. Ο ίδιος αναφέρθηκε στο αρνητικό διεθνές περιβάλλον λόγω της επιβράδυνσης της Ευρωζώνης, ωστόσο εκτίμησε ότι η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει τη θετική έκπληξη.
«Ο τομέας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας είναι ένας από τους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπου θα στηριχθεί το στοίχημα της ανάπτυξης και κυρίως της βιώσιμης ανάπτυξης», ανέφερε ο Γιάννης Γιαρέντης (πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΑΠΕΕΠ Α.Ε.) κατά την ομιλία του. «Όπως πρόσφατα τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, η Ελλάδα βγαίνει μπροστά από τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα θέτει δεσμευτικό στόχο για μερίδιο 35% των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Κάποιοι σπεύδουν να μιλήσουν για φιλόδοξο στόχο. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι παρά ο αναγκαίος στόχος κι είναι ο μονόδρομος στον οποίο όσο πιο γρήγορα πορευτούμε τόσο πιο κερδισμένοι θα βγούμε. Τι σημαίνει όμως ο στόχος αυτός, ως προς τις πράσινες επενδύσεις; Θα πρέπει μέχρι το 2030 να εγκατασταθούν 14 GW ΑΠΕ, που πρακτικά σημαίνει ότι την επόμενη δεκαετία θα πρέπει κάθε χρόνο να κατασκευάζονται 1,4 GW. Συνολικά μιλάμε για έναν πράσινο επενδυτικό τσουνάμι με συνολικές επενδύσεις στη δεκαετία που θα ξεπεράσουν τα 12 δισ. ευρώ ή αλλιώς το 1,2 δις. ευρώ ετησίως».
Ο κ. Γιαρέντης αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο ελκυστικό εργαλείο των «πράσινων» ομολόγων ειδικά για την αγορά των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. «Η παγκόσμια αγορά των πράσινων ομολόγων είναι μια τεράστια αγορά που προσελκύει εντυπωσιακά κεφάλαια. Σύμφωνα με το Climate Bonds Initiative. Το 2018 τα πράσινα ομόλογα που εκδόθηκαν συγκέντρωσαν κεφάλαια ύψους 167,3 δισ. ευρώ, ενώ ένα χρόνο πριν, το 2017 συγκέντρωσαν 162,1 δις. ευρώ» επισήμανε και προσέθεσε: «Οι ελληνικές εταιρείες μπορούν και αυτές να αντλήσουν κεφάλαια από αυτήν την τεράστια δεξαμενή. Κι εδώ έρχεται ο ρόλος του ΔΑΠΕΕΠ, ως διαχειριστή των ΑΠΕ και εγγυήσεων προέλευσης, ώστε ο επενδυτής να αισθάνεται ασφάλεια ότι η επένδυσή του θα αποσβεστεί και θα αποφέρει σταθερά και αδιάλειπτα έσοδα. Για να μπορέσει η χώρα να προσελκύσει τις αναγκαίες επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια χρειάζεται έναν ισχυρό και ανεξάρτητο ΔΑΠΕΕΠ, ένα διαχειριστή πιθανόν με μια άλλη μετοχική σύνθεση, ανοιχτό για είσοδο στο μετοχικό του κεφάλαιο, ιδιωτικών εταιρειών που συμμετέχουν στην αγορά, κατά το πρότυπο που είχε προβλεφθεί στο παρελθόν για τον ΑΔΜΗΕ. Ταυτόχρονα, η αγορά χρειάζεται έναν ΔΑΠΕΕΠ ο οποίος θα αποτελεί σημείο αναφοράς και θετικό καταλύτη για την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και τη διευκόλυνση των επενδύσεων στις ΑΠΕ, μια σύγχρονη και ανταγωνιστική εταιρεία που θα λειτουργεί ως one stop shop για όσους ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην εγχώρια αγορά των ΑΠΕ».