Δεν ξέχασε τον Δ. Τσάτσο ο Ευάγγελος Βενιζέλος (pic)
EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν ξέχασε τον Δ. Τσάτσο ο Ευάγγελος Βενιζέλος (pic)

Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν από το θάνατο του Δημήτρη Τσάτσου και ο Ευάγγελος Βενιζέλος δεν ξέχασε τον φίλο του και επιτυχημένο πανεπιστημιακό και πολιτευτή.

«Σαν σήμερα, δέκα χρόνια πριν, έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Θ. Τσάτσος. Αναρτώ τον αποχαιρετισμό μου που ακούστηκε στην εξόδιο ακολουθία λίγες ημέρες αργότερα, στις 27.4.2010. Μπορεί να αφορά τις φίλες και τους φίλους που θέλουν να αφιερώσουν λίγες στιγμές στη μνήμη του», έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.

Ο επικήδειος που είχε εκφωνήσει ο Ευ. Βενιζέλος για τον Δ. Τσάτσο:

«Δημήτρη μου, επέμενες χρόνια τώρα να συζητήσουμε και να ετοιμαστούμε για τη στιγμή αυτή. Η αλήθεια είναι πως τελικά δεν το κάναμε, με δική μου ευθύνη. Απέφευγα μία συζήτηση για κάτι τόσο δυσβάστακτα αναπόφευκτο.

Παρόλα αυτά, είχαμε κατά βάθος συνεννοηθεί, γιατί όλα όσα λέμε και κάνουμε κινούνται γύρω από ένα θεμελιώδες υπαρξιακό ερώτημα: Τι είναι άραγε ο άνθρωπος και άρα η μνήμη του; Πώς συγκροτούνται τα τεκμήρια της αθανασίας του, δηλαδή της καταγραφής του στη συλλογική συνείδηση;

Το βασικό τεκμήριο της δικής σου αθανασίας, Δημήτρη, είναι η εναγώνια και για αυτό ουσιαστική σχέση σου με τους άλλους. Με τους στενά δικούς σου ανθρώπους, τον Μίστο, την Αννίτσα, την Άννυ, την Άννα, την Αλεξία. Με τους φίλους και τους μαθητές σου. Με τους πολλούς που συγκροτούν τον δημόσιο χώρο σου. Με τον κόσμο και την ιστορία.  Με την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Ευρώπη, την επιστήμη του δημοσίου δικαίου και της πολιτείας, με την έννοια της πολιτικής.

Η αγωνία, θα έλεγες εσύ σήμερα Δημήτρη, είναι στην πραγματικότητα η άλλη όψη της δωρεάς. Αυτή γεννά το στοχασμό, την μελαγχολία, την αμφισβήτηση και εν τέλει τον λόγο.

Ελάχιστοι άνθρωποι, Δημήτρη, πίστεψέ με, ξέρουν τόσο καλά όσο εσύ πώς το δημόσιο και το ιδιωτικό, το μικρό και το μεγάλο, διασταυρώνονται μέσα στην ιστορία.  Για αυτό ο λόγος σου ήταν και θα είναι πλέον πάντα θεσμικός και ταυτόχρονα τρυφερός. Παρεμβατικός αλλά όχι συγκυριακός. Επιστημονικός αλλά όχι ουδέτερος. Πολιτικός αλλά όχι πολιτικά σκόπιμος και υστερόβουλος. Διδακτικός αλλά όχι επιδεικτικός. Εξομολογητικός και για αυτό παρηγορητικός. Απόλυτα επεξεργασμένος, και καταφανώς αυθόρμητος.

Αυτή η ανεπανάληπτη ισορροπία και σύνθεση είναι, Δημήτρη, η αύρα που άφηνες στα θεωρητικά σου κείμενα, τις πολιτικές σου παρεμβάσεις, τις κοινοβουλευτικές σου αγορεύσεις, τις προσωπικές σου συνομιλίες, τα μαθήματα και τις διαλέξεις, τα βιβλία και τα άρθρα σου. Γιατί κάθε φράση σου ήταν μία πνευματικά και ηθικά αυθεντική πράξη.

Το συνέδριο των Γερμανών Δημοσιολόγων, η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα μεταπτυχιακά σεμινάρια, τα γεμάτα αμφιθέατρα των πρωτοετών φοιτητών, οι συνθέσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, το μεγάλο κοινό της τηλεόρασης, οι κάτοικοι της Σκιάθου, της Κορίνθου και της Καρδαμύλης, μπορούσαν με την ίδια ευκολία να αντιληφθούν και να νοιώσουν ότι έχουν απέναντί τους έναν σπάνιο άνθρωπο. Χαρισματικό και ευαίσθητο. Επιεική για τους άλλους και απαιτητικό με τον εαυτό του. Βαθειά ριζωμένο στη γερμανική ακαδημαϊκή παράδοση και ταυτόχρονα απόλυτα αντισυμβατικό. Θεσμικό και ανατρεπτικό. Αεί διδάσκοντα και αεί διδασκόμενο. Επιγραμματικό και τεκμηριωμένο. Γοητευτικό και γοητευόμενο. Απολύτως ιδιωτικό και απολύτως δημόσιο.

Έναν άνθρωπο που ανταποκρίθηκε στην οικογενειακή κλίση του και την υπερέβη. Έναν άνθρωπο που δεν έβαλε ποτέ τα μεγάλα προσόντα του «στον τόκο», αλλά εξετέθη σε κινδύνους, στο όνομα των πεποιθήσεων και των αισθημάτων του. Και κυρίως έναν άνθρωπο απεριόριστα γενναιόδωρο, ως γιό και μαθητή, ως πατέρα και σύζυγο, ως δάσκαλο και συνάδελφο, ως φίλο και συναγωνιστή.

Εχεις το σπάνιο πλεονέκτημα, Δημήτρη μου, να έχεις ζήσει πολλές ζωές. Να έχεις μπει οριστικά και αμετάκλητα στο μυαλό και την ψυχή πολλών ανθρώπων. Να έχεις σηκώσει πολύ ψηλά τον πήχη, σε πολλούς τομείς. Δεν υπάρχει πλέον θεωρία της Δημοκρατίας χωρίς τη δική σου ανάλυση για τον θεσμό του πολιτικού κόμματος και την εσωκομματική δημοκρατία.

Δεν υπάρχει πια θεωρία των ευρωπαϊκών θεσμών χωρίς τη δική σου έννοια της ευρωπαϊκής συμπολιτείας.

Δεν υπάρχει πια ερμηνευτικό διάβημα στο πεδίο του Συνταγματικού Δικαίου, χωρίς την υποχρεωτική διέλευση από τη δική σου θέση για την προερμηνευτική επιλογή του ερμηνευτή.

Δεν συγκροτείται το corpus της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας χωρίς αναφορά στη δική σου καθοριστική συμβολή στην προπαρασκευή του μεταπολιτευτικού Συντάγματος του 1975 από τη θέση του γενικού εισηγητή όλης της τότε Αντιπολίτευσης.

Δεν περιγράφεται πια η πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χωρίς τη μνεία της δικής σου συμβολής στη διαμόρφωση της στάσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις μεγάλες στιγμές του Άμστερνταμ, της Νίκαιας αλλά και της ατελέσφορης Συνταγματικής Συνθήκης.

Δεν νοείται το ελληνικό Πανεπιστήμιο που ήθελες πάντα, το πανεπιστήμιο των αξιών και της ποιότητας, χωρίς τη δική σου καταστατική συμβολή στην αποχουντοποίηση και τον εκδημοκρατισμό της ανώτατης εκπαίδευσης το 1974.

Δεν απεικονίζεται πια η έννοια του διανοουμένου και ενεργού πολίτη, χωρίς τη δική σου μορφή.

Δεν μπορεί να υπάρχει πια συζήτηση για τη δημοκρατία της ευθύνης, χωρίς αναφορά στον δικό σου θεσμικό λόγο των τελευταίων σαράντα ετών.

Δεν υπάρχει πια μοντέλο γνήσιας μαθησιακής σχέσης, χωρίς αναφορά στη δική σου διδακτική μυσταγωγία, χωρίς τη δική σου ανεξάντλητη επιείκεια και αγάπη απέναντι στους μαθητές σου, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες.

Κυρίως όμως, Δημήτρη, δεν μπορεί πια να διδαχθεί η έννοια της δημόσιας αξιοπρέπειας, πολιτικής και ακαδημαϊκής, χωρίς αναφορά στη δική σου αντοχή απέναντι στις μικρότητες – εδώ στην Ελλάδα, όχι ευτυχώς στη Γερμανία και την Ευρώπη- όσων δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να παραδεχθούν το προφανές.

Σήμερα είναι όμως η ώρα όχι της λήθης αλλά της άφεσης.

Και τώρα Δημήτρη τι γίνεται; Μπορούμε άραγε να αποχαιρετιστούμε; Αρκεί μήπως να φιλήσουμε την Άννα, διπλά κτυπημένη από την απώλεια του Γιώργου και τη δική σου, την Αλεξία, την Αφροδίτη, τον Αλέξανδρο και τα μικρότερα γλυκά σου εγγόνια και να σε αφήσουμε στη μέριμνα του ιστορικού χρόνου και στην ελπίδα της επόμενης συνάντησής μας, ει και εν ετέρα μορφή;

Όχι δεν μπορούμε να αποχαιρετιστούμε.

Εσύ είσαι ασφαλής πια. Η φυσική σου σιωπή θα αναδεικνύει διαρκώς το μέγεθος του έργου και της προσωπικότητάς σου, το εύρος των αισθημάτων σου και το ανεξάντλητο περίσσευμα της διάνοιας και της ψυχής σου.

Εμείς όμως;

Υπήρξαμε, Δημήτρη, τυχεροί που ζήσαμε κοντά σου ως φίλοι και μαθητές.

Σε ευχαριστούμε για αυτό και μας συγχωρείς, γιατί ακόμη και τώρα μας διαφεύγει όλο το μέγεθος σου».

Δείτε ακόμη:
Το σποτ του ΚΙΝΑΛ για την κυβερνητική «φούσκα» που… έσκασε (vd)

Loading

Play