Του Γιάννη Συμεωνίδη
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει κάθε λόγο να αισιοδοξεί πως η κυβέρνησή του δεν θα πέσει, πριν τουλάχιστον ο ίδιος επιλέξει τις κάλπες από την ολοκλήρωση της τετραετίας, αν τις επιλέξει.
Κι αυτό γιατί ο πρωθυπουργός κρατά στα χέρια του όλα τα χαρτιά.
Για να πέσει η κυβέρνησή του θα πρέπει να παραιτηθεί ο ίδιος ο κ. Τσίπρας και να ξεκινήσουν οι διερευνητικές εντολές για το σχηματισμό άλλης κυβέρνησης, κάτι το οποίο δεν είναι δυνατό από την παρούσα Βουλή.
Αν επιλέξει να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής μπορεί να τη λάβει ακόμα και με λιγότερες από 151 ψήφους, με τη σχετική πλειοψηφία δηλαδή, με την προϋπόθεση πως θα έχει λάβει τουλάχιστον 120, κάτι που είναι δεδομένο όταν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι 145.
Με εξασφαλισμένο, εξάλλου, όσο είναι δυνατό αυτό με τον Πάνο Καμμένο, το ότι οι ΑΝΕΛ δεν πρόκειται να υπερψηφίσουν πρόταση δυσπιστίας θεωρείται αδύνατο η ΝΔ να βρει τους 151 βουλευτές που απαιτούνται προκειμένου να ρίξει την κυβέρνηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα κι αν οι ψήφοι δυσπιστίας είναι περισσότερες από τις ψήφους στήριξης και πάλι δεν πέφτει η κυβέρνηση αν δεν έχουν φτάσει τις 151.
Η κυβέρνηση θα πέσει δίχως πρωτοβουλία Τσίπρα μόνο στην περίπτωση που παραιτηθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και προκύψει αδυναμία από την παρούσα Βουλή να εκλέξει αντικαταστάτη του.
Αυτό, όμως, το ενδεχόμενο θεωρείται παρατραβηγμένο.
Παραδοχή ελλείμματος πολιτικής νομιμοποίησης
Έχοντας, επομένως, εξασφαλίσει στην ουσία την ψήφο ανοχής ή την “αποχή ανοχής” των ΑΝΕΛ και στα νομοσχέδια που θα φέρει στη Βουλή η κυβέρνηση μετά από την αποχώρηση του κόμματος του κ. Καμμένου από αυτή ο κ. Τσίπρας, στην θεωρία τουλάχιστον, έχει όλο το χρόνο μπροστά του για να επιλέξει εκείνος το χρόνο των εκλογών.
Κυβερνητικές πηγές, ωστόσο, αναγνωρίζουν ότι στην περίπτωση που είτε δεν υπερψηφιστεί η Συμφωνία των Πρεσπών είτε υπερψηφιστεί με σχετική πλειοψηφία τότε δημιουργείται πράγματι ζήτημα πολιτικής νομιμοποίησης όχι μόνο της Συμφωνίας, αλλά και της ίδιας της κυβέρνησης.