Απάντηση του Σταύρου Κοντονή στη χθεσινή καταγγελία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ότι «μαγειρεύουν» τις τοποθετήσεις δικαστών στα ανώτατα πόστα της Δικαιοσύνης με αφορμή διάταξη που αφορά το καθεστώς προαγωγών των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου.
Μιλώντας σήμερα στο ραδιοφωνικό σταθμό «News 24/7», ο υπουργός Δικαιοσύνης υποστήριξε ότι «δεν είχε υπάρξει συνεδρίαση του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων πριν από την έκδοση της χθεσινής ανακοίνωσης».
«Το πώς λειτουργούν είναι εσωτερικό τους ζήτημα και δεν υπεισέρχομαι. Μου κάνει όμως εντύπωση το γεγονός ότι ακολούθησε η ανακοίνωση της Νέας Δημοκρατίας. Θα μπορούσε να έχει συμβεί και το αντίστροφο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επαναφέραμε τη διάταξη του νόμου 3472 του 2006», ανέφερε στη συνέχεια και πρόσθεσε:
«Η Νέα Δημοκρατία το 2006 είχε νομοθετήσει τα δύο χρόνια προϋπηρεσίας στη θέση του Αρεοπαγίτη για να κριθεί κάποιος ως αντιπρόεδρος και αυτό νομοθετούμε κι εμείς σήμερα, προκειμένου να υπάρχει ένα εύρος στην δυνατότητα επιλογής. Αυτό είναι ένα απολύτως δημοκρατικό και σωστό μέτρο, που είχε θεσμοθετηθεί από τη ΝΔ η οποία μας καταγγέλλει σήμερα για το ίδιο θέμα.
Πρόκειται για παραλογισμό. Δεν έχουμε πρόθεση να αποσύρουμε τη διάταξη. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να νομοθετεί κάνοντας δήθεν διάλογο με αυτούς τους όρους. Σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ο διάλογος γίνεται στη Βουλή, με τις πολιτικές δυνάμεις, με τις θεσμοθετημένες ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων. Η Κυβέρνηση μπορεί να προτείνει στη Βουλή μέτρα για τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό των θεσμών. Αλλά να μας κατηγορεί η ΝΔ για αυτό που η ίδια είχε νομοθετήσει το 2006 είναι ανεξήγητο. Βρισκόμαστε προ των πυλών του φρενοκομείου. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία πρωτόγνωρη για τα κοινοβουλευτικά χρονικά κατάσταση».
Ακόμα, σε ερώτηση για την αναφορά του πρωθυπουργού στο σημερινό διάγγελμά του στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ο κ. Κοντονής τόνισε:
«Ο πρωθυπουργός είπε ότι όλες οι υποθέσεις θα ελεγχθούν από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και ότι αυτό που θέλει ο τόπος και ο λαός είναι η Δικαιοσύνη να είναι ανεξάρτητη. Πραγματικά η Δικαιοσύνη πρέπει να είναι ανεξάρτητη και κυρίως να δείχνει την ανεξαρτησία της απέναντι στους ισχυρούς. Οι ισχυροί δεν είναι μόνο η εκτελεστική εξουσία, αλλά και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα τα οποία λυμαίνονταν ατιμώρητα τον τόπο για 30 χρόνια. Θα περιμέναμε από τη Δικαιοσύνη όλα αυτά το χρόνια να έπραττε κάτι, για όσα οδήγησαν τη χώρα στα βράχια και στη χρεοκοπία».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο υπουργός Δικαιοσύνης υπογράμμισε:
«Κάνουμε μεγάλο αγώνα για την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης και έχουμε τα πρώτα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Προσπαθούμε κατά το δυνατόν να εξοπλίσουμε τη Δικαιοσύνη με όλα τα μέσα και τους θεσμούς, ούτως ώστε να υπάρξει επιτάχυνση όχι μόνο για τις δίκες πολιτικών προσώπων, οι οποίοι βρίσκονται ενδεχομένως εκτεθειμένοι σε κατηγορίες, αλλά και για τον απλό πολίτη. Υπενθυμίζω το μεγάλο άλμα στις υποθέσεις των διοικητικών δικαστηρίων, όπου η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας πολίτης περίμενε από 9 έως 12 χρόνια για να εκδοθεί μια απόφαση σε πρώτο βαθμό. Παραλάβαμε σε εκκρεμότητα 310 χιλιάδες υποθέσεις και σήμερα χάρη στην τεράστια προσπάθεια που καταβάλλουμε και κυρίως στις μεταρρυθμίσεις στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας πετύχαμε η εκκρεμότητα αυτή να έχει μειωθεί κάτω από τις 200 χιλιάδες. Να σας υπενθυμίσω βέβαια ότι όταν συζητούντο στη Βουλή οι αλλαγές στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας η Ένωση Διοικητικών Δικαστών είχε αντιδράσει και ευτυχώς δεν την ακούσαμε. Με αυτό τον «εποικοδομητικό» τρόπο λειτουργούν αυτές οι Ενώσεις».
Απαντώντας σε ερώτηση για τη στάση του ΚΙΝΑΛ απέναντι στην πρόταση της κυβέρνησης για διάλογο όλων των προοδευτικών δυνάμεων ο κ. Κοντονής είπε:
«Η κυβέρνηση έθεσε προ των ευθυνών τους κόμματα που θέλουν να προσδιορίζονται ως προοδευτικά. Η κυβέρνηση κατέθεσε μια πρόταση και αντί να δούμε μια σοβαρή απάντηση, παρακολουθούμε τη μετατροπή του ΚΙΝΑΛ σε μια ιδιότυπη κεντροδεξιά. Θέλουν συνεργασία με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη και με τα ορφανά του ΛΑΟΣ, θέλουν να επαναληφθεί το σενάριο Βενιζέλου – Σαμαρά, στην κυβέρνησή τους άλλωστε υπήρξε υπουργός η κ. Γεννηματά και προφανώς της άρεσε».