Την πρώτη δημόσια τοποθέτησή του εν μέσω της προεκλογικής περιόδου πραγματοποίησε την Τετάρτη ο Ευάγγελος Βενιζέλος, στο πλαίσιο του Συνεδρίου του Κύκλου Ιδεών με θέμα: «Η Ελλάδα Μετά ΙΙΙ: Η ανασύσταση της μεσαίας τάξης».
Ο κ. Βενιζέλος αρχικά στην ομιλία του τόνισε ότι «είναι πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός ότι στο πρόγραμμα του διήμερου Συνεδρίου έχουν ενταχθεί, με εκπροσώπους στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, συγγενείς προς τον Κύκλο Ιδεών φορείς, όπως το Δίκτυο –η Άννα Διαμαντοπούλου θα μετάσχει στον αυριανό πρωινό κύκλο– η ΔιαΝΕΟσις, η οποία θα μας παρουσιάσει αύριο δύο νέες πάρα πολύ σημαντικές μελέτες της. Θέλουμε να αναπτύσσονται συνέργειες, εκδηλώνουμε το σεβασμό μας σε όλες τις προσπάθειες που είναι αντίστοιχες με τις προσπάθειες του Κύκλου και πιστεύουμε ότι ο ένας μπορεί να συμπληρώνει τον άλλον. Είμαστε ανοικτοί, ούτως ή άλλως, σε συνεργασία με όλες τις ελληνικές και ξένες δεξαμενές σκέψης».
Η παρέμβαση στην εξωτερική πολιτική της χώρς
«Υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις προκειμένου να επικαιροποιήσουμε την εξωτερική μας πολιτική, την εθνική μας στρατηγική, τη στρατηγική ασφάλειας και άμυνας της χώρας» τόνισε ο Ευάγγελος Βενιζέλος και προσέθεσε:
«Η προεκλογική περίοδος δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο… πρέπει να προετοιμαζόμαστε από τώρα προκειμένου να οργανώσουμε αυτόν τον στρατηγικό αναστοχασμό που δεν αφορά μόνον την περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, δεν αφορά μόνον τις διμερείς σχέσεις μας με την Τουρκία, αλλά αφορά βεβαίως και το Κυπριακό, το οποίο είναι απολύτως αλληλένδετο».
Αναλυτικά όλη η ομιλία του κ. Βενιζέλου:
«Δεξαμενή σκέψης ο Κύκλος Ιδεών από το 2016 έως και σήμερα»
«Ο Κύκλος Ιδεών από το 2016 έως σήμερα –τώρα διανύει τον τέταρτο χρόνο της ζωής του– είναι μία δεξαμενή σκέψης συνδεδεμένη εκ των πραγμάτων με εμένα, που πήρα, μαζί με μία ομάδα στενών φίλων και συνεργατών, την πρωτοβουλία ίδρυσής του. Όμως ο Κύκλος είναι ανεξάρτητος, προοδευτικός, φιλοευρωπαϊκός, σε διαρκή ετοιμότητα, απροκατάληπτος, πολιτικά και κοινωνικά φιλελεύθερος. Βρίσκεται σε άμεση ετοιμότητα, όπως είπα και προηγουμένως, προκειμένου να θέσει υπό συζήτηση θέματα που αναφύονται στη συγκυρία, αλλά με μία ιστορική προοπτική, και έχει δείξει έως τώρα ότι έχει ορισμένα προνομιακά πεδία, τη δημοσιονομική κατάσταση, τα αναπτυξιακά προτάγματα, την ανταγωνιστικότητα, την εξωτερική πολιτική και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τους θεσμούς, τα ζητήματα δημοκρατίας και δικαιωμάτων, τα ζητήματα δικαιοσύνης, τα ζητήματα που αφορούν τον καταστατικό χάρτη της χώρας, το Σύνταγμα.
Μας απασχολούν, εξίσου, ζητήματα σχετικά με τα μεγάλα συστήματα της χώρας, το εκπαιδευτικό, το ασφαλιστικό, το σύστημα πρόνοιας, τα ζητήματα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, του διαδικτύου, των fake news, ζητήματα σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα, ζητήματα σχετικά με τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις.
Προσπαθούμε με τις εκδηλώσεις μας στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, με τα εργαστήρια που οργανώνουμε σε κλειστούς κύκλους ειδικών, με τις εκδόσεις μας, με τη σελίδα μας στο διαδίκτυο και τα άρθρα που δημοσιεύονται εκεί, με ορισμένες τηλεοπτικού χαρακτήρα συζητήσεις στο μικρό web TV του Κύκλου, να συμβάλλουμε, όσο μπορούμε, σε αυτήν τη δημόσια συζήτηση βάθους. Βεβαίως, κορυφαίο γεγονός είναι τα Συνέδρια που οργανώνουμε κάθε Ιούνιο –αυτό είναι το τρίτο– για την «Ελλάδα Μετά», και χαίρομαι γιατί αυτό κατέστη εφικτό και φέτος.
Ο Κύκλος, έτσι όπως τον περιγράφω, έτσι θα παραμείνει. Έχει ιδιαίτερη σημασία η θεωρητική επεξεργασία των θεμάτων στην πολιτική, καταρχάς γιατί χωρίς θεωρία δεν υπάρχει πράξη, ει δυνατόν εντεταγμένη σε ένα σχέδιο, παρότι το τελικό αποτέλεσμα της ιστορίας είναι κάτι που δεν θέλησε κανείς έτσι ακριβώς. Άρα, υπάρχουν όρια στον οποιονδήποτε σχεδιασμό, ακόμη κι εάν αυτός αυτοπαρουσιάζεται ως στρατηγικός.
Το Συνέδριό μας, βέβαια, αυτό οργανώνεται εν μέσω προεκλογικής περιόδου. Δεν ξεκίνησε έτσι. Ιούνιο έγιναν και τα δύο προηγούμενα Συνέδρια «Η Ελλάδα Μετά» και για τον Ιούνιο του 2019 είχαμε προετοιμάσει το Συνέδριό μας. Αποφασίσαμε να μην αναβάλουμε τη διεξαγωγή του, γιατί θεωρούμε ότι μπορεί να συμβάλλει στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται προεκλογικά.
Άλλωστε, η επιτάχυνση των εκλογών επιβλήθηκε από τον ίδιο τον ελληνικό λαό με το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών. Στις προεκλογικές περιόδους υπάρχει ένταση και τάση για απλούστευση, υπάρχουν διλήμματα, πολώσεις που είναι αναπόφευκτες. Έχει πολύ μεγάλη σημασία, μέσα σε ένα παρόμοιο δημόσιο κλίμα, να ακούγεται και μία φωνή που εκπέμπει σε κάπως διαφορετική συχνότητα.
Λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι αλλάζουν προφανώς οι πολιτικοί και εκλογικοί συσχετισμοί στην ελληνική κοινωνία. Βλέπουμε να συντελείται μία σημαντική αλλαγή στις εκλογικές συμπεριφορές. Θα δούμε εάν αυτή η αλλαγή επηρεάζει εν τω βάθει την αξιακή στάση της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό όμως που συμβαίνει, αυτή η αλλαγή στους συσχετισμούς, δεν είναι κάτι τυχαίο, είναι αποτέλεσμα μίας επίμονης και επίπονης προσπάθειας τεσσεράμισι ετών. Σε αυτή την προσπάθεια συνέβαλε με τις μικρές του δυνάμεις και ο Κύκλος. Θεωρώ τιμή μου το γεγονός ότι συνέβαλα και εγώ προσωπικά να παραχθεί το αποτέλεσμα αυτό, στη διαχείριση του οποίου δεν θα μετάσχω, παρά μόνο ως ενεργός πολίτης.
Αυτό όμως είναι και το ανώτατο στάδιο της πολιτικής, γιατί η ιδιότητα του ενεργού πολίτη σου επιτρέπει να ασχολείσαι με την ουσία των μεγάλων θεμάτων, της οικονομίας, της εθνικής υπόστασης, των δημοκρατικών θεσμών, της δικαιοσύνης, του κράτους δικαίου, με τα μεγάλα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Από την άποψη αυτή, εν όψει δηλαδή της αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών, προφανώς είμαι ικανοποιημένος αλλά δεν είμαι ούτε επαναπαυμένος, ούτε εφησυχασμένος ή για να το πω λίγο πιο ποιητικά, ποτέ δεν ήμουν τόσο μόνος, αλλά και τόσο συλλογικός.
Για την εθνική γραμμή
Θα μου επιτρέψετε εδώ να κάνω μία μικρή παρέκβαση, που αφορά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Η χώρα έχει διαμορφώσει, εκ των πραγμάτων, από το 1974 έως σήμερα μία ενιαία και σταθερή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Έχω πει αρκετές φορές ότι αυτό το εθνικό κεκτημένο είναι, σε πολύ μεγάλο αποτέλεσμα, προϊόν των επιλογών που έκαναν δύο κορυφαίες προσωπικότητες της μεταπολιτευτικής περιόδου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όσο και εάν αυτό δεν είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού, ο ένας συμπλήρωσε τον άλλον και διαμορφώθηκε αυτή η ενιαία εθνική γραμμή των τελευταίων 45 ετών, σε σχέση με την οποία υπάρχουν μικρές, μερικές και προσωρινές αποκλίσεις.
Όμως, τώρα πια αυτή η εθνική γραμμή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μία ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική. Χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο και, κυρίως, χρειάζεται ένας οργανωμένος, συλλογικός, εθνικός αναστοχασμός σε σχέση με την παράμετρο που λέγεται χρόνος. Πρέπει η ελληνική κοινωνία, οι Έλληνες διανοούμενοι, οι Έλληνες ακαδημαϊκοί, οι Έλληνες διπλωμάτες, όλοι όσοι ασχολούνται με τα θέματα αυτά, να στοχαστούμε ξανά γύρω από το θεμελιώδες ερώτημα, εάν η πάροδος του χρόνου λειτουργεί θετικά ή αρνητικά, εάν υπάρχει πράγματι ένα status quo, η διατήρηση του οποίου είναι το μείζον αγαθό, ή εάν χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από τη διάθεσή μας να αφήνουμε το χρόνο να περνά χωρίς να επιδεινώνονται οι καταστάσεις. Γιατί, δυστυχώς, τα τελευταία 45 χρόνια έχουν δείξει ότι έχουμε ανά δεκαετία επιδείνωση της κατάστασης, έχουμε δηλαδή διεύρυνση των προβλημάτων, διεύρυνση των μονομερών διεκδικήσεων, παρότι αυτό δεν επιβεβαιώνεται τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Εάν προσπαθήσουμε να κάνουμε μία συνολική θεώρηση των τελευταίων 45 ετών, από την εισβολή στην Κύπρο και τη μεταπολίτευση έως σήμερα, θα δούμε ότι με έναν ρυθμό εντυπωσιακής κανονικότητας και επαναληπτικότητας είχαμε κάθε δεκαετία –στη δεκαετία του ‘70 το 1976, στη δεκαετία του ‘80 το 1987, στη δεκαετία του ‘90 το 1996– μείζονα επεισόδια τα οποία δεν νομίζω ότι συνεισέφεραν στην ενίσχυση της θέσης της χώρας στον περιφερειακό συσχετισμό. Αυτό δεν συνέβη στη δεκαετία του 2000 και του 2010 και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το λάβουμε πάρα πολύ σοβαρά υπόψη.
Όπως νομίζω ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι γενικά στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας υπάρχουν περίεργες και επικίνδυνες πυκνώσεις του ιστορικού χρόνου, υπάρχουν φαινόμενα που νομίζουμε ότι είναι συγκυριακά, επεισόδια δηλαδή, μέσα από τα οποία όμως μεταβάλλεται ο συσχετισμός των δυνάμεων, μεταβάλλονται οι καταστάσεις, μεταφερόμαστε από μία γεγονοτολογική προσέγγιση σε μία προσέγγιση της ιστορίας των καταστάσεων. Για αυτό, η διαχείριση των κρίσεων είναι ένα ζήτημα που προτάσσεται οποιασδήποτε επικαιροποίησης της εθνικής στρατηγικής. Δεν υπάρχει καλύτερη διαχείριση κρίσης από την αποφυγή της κρίσης, αυτό μας διδάσκει η ιστορία των τελευταίων 45 ετών.
Επίσης, μας διδάσκει κάτι άλλο, ότι δεν χρειάζονται εύκολα και μεγάλα λόγια, ότι εθνική στρατηγική δεν είναι η εύκολη ρητορεία, ότι εθνική στρατηγική δεν είναι το να απευθύνεσαι στο εσωτερικό ακροατήριο. Αυτό, φυσικά, αφορά πολύ περισσότερο τους γείτονές μας, αλλά αφορά και εμάς τους ίδιους. Επίσης, η επανάληψη στερεοτύπων ή αυτονοήτων σε καμία περίπτωση δεν ενισχύει ούτε την εθνική αυτοπεποίθηση ούτε την εθνική αποτελεσματικότητα.
Ισχύει η στρατηγική του Ελσίνκι; Εθνική στρατηγική μπορεί να προκύψει σε μία ολοκληρωμένη και αποτελεσματική μορφή μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Δυστυχώς, όχι. Όπως δεν μπορεί να υπάρξει μία ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική στα Ελληνοτουρκικά σε Νατοϊκό επίπεδο, έτσι δεν μπορεί να προκύψει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Μπορεί η ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική να είναι η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας; Η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου και ο σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας είναι μία αρχή, είναι μία αξία, είναι μία θεμελιώδης προϋπόθεση και μία προδιάθεση για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, αλλά από μόνη της η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου δεν συνιστά ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, γιατί πέρα από οτιδήποτε άλλο απαιτείται βαθιά και εξειδικευμένη γνώση για το τι ορίζει σχετικά το Διεθνές Δίκαιο. Άρα υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις προκειμένου να επικαιροποιήσουμε την εξωτερική μας πολιτική, την εθνική μας στρατηγική, τη στρατηγική ασφάλειας και άμυνας της χώρας.
Η προεκλογική περίοδος δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο, είναι όμως αναγκαίο και την περίοδο αυτή, με τους χαμηλότερους δυνατούς τόνους και με απόλυτο σεβασμό στη δημοκρατική και συνταγματική τάξη, να αποφύγουμε την ένταση, διατηρώντας ταυτόχρονα ακέραια και ενεργά όλα τα εθνικά μας δικαιώματα, δηλαδή το θεμελιώδες που είναι η εθνική μας κυριαρχία και τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματά μας. Όμως πρέπει να προετοιμαζόμαστε από τώρα προκειμένου να οργανώσουμε αυτόν τον στρατηγικό αναστοχασμό που δεν αφορά μόνον την περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, δεν αφορά μόνον τις διμερείς σχέσεις μας με την Τουρκία, αλλά αφορά βεβαίως και το Κυπριακό, το οποίο είναι απολύτως αλληλένδετο.
Η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών που η Ελλάδα αποδέχεται ως μία νομική διαφορά που πρέπει να επιλυθεί με τους τρόπους που έχουμε πει κατ’ επανάληψη όλες τις τελευταίες δεκαετίες, προϋποθέτει και αυτή μία εθνική στρατηγική, προϋποθέτει και αυτή διάλογο και πρέπει να μελετήσουμε με πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, σε βάθος, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μακρά εμπειρία των τελευταίων γύρων των διερευνητικών συνομιλιών, από το 2002 έως και το 2014. Μιλώ με βάση τη μακρά, δυστυχώς, εμπειρία μου σε συναφείς κυβερνητικές θέσεις, καθώς είχα την τύχη και την τιμή να υπηρετήσω και ως Υπουργός Εξωτερικών και ως Υπουργός Εθνικής Άμυνας και ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, οι δηλώσεις του οποίου παίζουν πάντα πολύ σημαντικό ρόλο στη διαχείριση κρίσεων και στην έκφραση των επισήμων θέσεων της χώρας που τη δεσμεύουν διεθνώς. Η εμπειρία μου, λοιπόν, λέει ότι στην τελευταία φάση αυτών των διερευνητικών επαφών (2013-2014) είχαμε επιχειρήσει να θέσουμε τα ζητήματα στην ολότητά τους. Δηλαδή να μιλάμε για οριοθέτηση και της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, και βεβαίως να συζητάμε γύρω από την ανάγκη να συμφωνηθεί ο κανόνας αναφοράς, ακόμη και εάν η άλλη πλευρά δεν είναι κράτος-μέρος της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, εν πάση περιπτώσει να δηλώσει ότι αποδέχεται αν μη τι άλλο τη νομολογία η οποία έχει παραχθεί γύρω από τα θέματα αυτά, από τα Διεθνή Δικαστήρια που εμπλέκονται. Στο πλαίσιο αυτό επανακαθορίσαμε τη δικαιοδοσία που αναγνωρίζουμε και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και στο Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας, τον Ιανουάριο του 2015, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές που οδήγησαν στην τότε κυβερνητική αλλαγή.
Θέλω, λοιπόν, να προδιαθέσω όσους μας ακούν και έχουν την καλή πίστη και τη διάθεση να σκεφτούν γύρω από τα θέματα αυτά, να οργανώσουμε τον εαυτό μας, γιατί μόνον έτσι, με γνώση και ετοιμότητα, υπηρετούμε το σύγχρονο και αποτελεσματικό πατριωτισμό, μόνον έτσι υπηρετούμε το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον. Όλα αυτά φυσικά προϋποθέτουν βαθιά και ουσιαστική εθνική συναίνεση, προϋποθέτουν εθνική ενότητα, που είναι το ακριβώς αντίθετο της μικροκομματικής διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας.
Θα μου επιτρέψετε εδώ να πω και κάτι που δεν θα ήθελα να παρεξηγηθεί: τα θέματα που αφορούν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, είναι θέματα πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων, είναι θέματα που συνδέονται με τον στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων, δεν έχουν την ευκολία ζητημάτων όπως το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας. Όποιος νομίζει ότι η Συνθήκη των Πρεσπών είναι κάτι συγκρίσιμο ή εφάμιλλο με τη διαχείριση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων ή του Κυπριακού, έχει ένα πρόβλημα επαφής με την ιστορία, δυσκολεύεται να αντιληφθεί ποια είναι η νοοτροπία που κυριαρχεί διεθνώς στα θέματα αυτά και κυρίως να αντιληφθεί το μεγάλο πρόβλημα του συσχετισμού των δυνάμεων. Τώρα πρέπει να προετοιμαζόμαστε ως κοινωνία, ως έθνος, με ενότητα, συναίνεση και προοπτική, να παίξουμε το σημαντικό μας ρόλο ως περιφερειακός παράγοντας, δηλαδή ως μία χώρα που σέβεται και εγγυάται την περιφερειακή σταθερότητα, την ειρήνη. Είναι βεβαίως πιστή στις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου και έχει ρεαλιστική αντίληψη για το τι συμβαίνει πράγματι στην πράξη, επί του πεδίου.
Θα μου επιτρέψετε τώρα, μετά από αυτήν την παρέκβαση, να κλείσω το χαιρετισμό μου αυτό, που έγινε λίγο μεγαλύτερος από ότι υπολόγιζα, επανερχόμενος στο θέμα του Συνεδρίου. Θα ακούσουμε πολύ σημαντικές εισηγήσεις και συζητήσεις για τη μεσαία τάξη. Η μεσαία τάξη είναι το βασικό θέμα της χώρας μας, το βασικό θέμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το βασικό θέμα της δυτικής Δημοκρατίας. Χρειάζεται όμως μία προσπάθεια ορισμού, όχι με εισοδηματικά κριτήρια, ούτε με κριτήριο μόνο τη θέση στην πραγματική οικονομία, αλλά μία προσπάθεια ορισμού με βάση σύνθετα πολυπαραμετρικά κριτήρια που καταλήγουν στο κριτήριο της κοινωνικής αυτοτοποθέτησης, στο κριτήριο του status, το οποίο είναι πολύ πιο πολύπλοκο από το εισοδηματικό.
Η μεσαία τάξη, προφανώς, είναι το βασικό θύμα της κρίσης, της ύφεσης, του εσφαλμένου υπολογισμού των πολλαπλασιαστών, κυρίως της πολιτικής των υπερπλεονασμάτων των τελευταίων τεσσάρων ετών, είναι το βασικό θύμα μίας αντίληψης κοινωνικού αυτοματισμού, μίας απλουστευτικής ταξικής ανάλυσης.
Οι εκλογικές συμπεριφορές δεν αναλύονται εύκολα και μπορεί να μας οδηγήσουν σε επιφανειακά ή εσφαλμένα συμπεράσματα. Το ερώτημα είναι εάν η μεσαία τάξη στην Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει ξανά ένα είδος πολιτικής ηγεμονίας και φυσικά το επόμενο ερώτημα είναι πώς αυτό μπορεί να εκφραστεί.
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωπαϊκών εκλογών σε σχέση με την άνοδο της ακροδεξιάς και του εθνικολαϊκισμού, ήταν καλύτερα από τα αναμενόμενα, αλλά δεν παύει η κατάσταση να είναι προβληματική, παρά το αισιόδοξο μήνυμα της ανόδου δυνάμεων του κέντρου, έστω και εάν αυτές είναι φιλελεύθερες ή πράσινες.
Η μεσαία τάξη φυσικά εφάπτεται με αυτό που λέγεται μικρή και μεσαία επιχείρηση, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί της και είναι μία μεσαία τάξη που πρέπει να τη δούμε διαφορετικά με παραδοσιακούς και διαφορετικά με μετανεωτερικούς όρους. Θα επιχειρήσουμε αυτό να το κάνουμε αύριο.
Περιμένω, λοιπόν, με ανυπομονησία τις εισηγήσεις και τις συζητήσεις και υπόσχομαι ότι θα ενσωματώσω τις συζητήσεις αυτές στην αυριανή καταληκτήρια ομιλία μου, επιχειρώντας όχι απλώς να κάνω τη σύνοψη, αλλά και τη σύνδεση με το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Σας ευχαριστώ θερμά για την παρουσία σας».