Η υπόθεση της άρσης ασυλίας του Παύλου Πολάκη δεν αφορά την κυβέρνηση, αφορά αποκλειστικά τη Βουλή, η οποία τήρησε όλες τις προθεσμίες και ενήργησε σύμφωνα με το εισαγγελικό αίτημα και το αίτημα του υπουργού Δικαιοσύνης να προχωρήσει αυτή η διαδικασία με βάση το άρθρο περί άρσης της ασυλίας βουλευτή κι όχι σύμφωνα με το άρθρο περί ευθύνης υπουργών, όπως ζήτησε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Πολάκης.
Πάνω σε αυτό το σκεπτικό βασίστηκε η απάντηση που έδωσε ο πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας, μετά την αποχώρηση από την Ολομέλεια του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τη μομφή που απηύθυνε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος στον ίδιο περί συμμετοχής του προέδρου της Βουλής σε αντισυνταγματική διαχείριση του θέματος.
Επιπλέον, προκειμένου να απαντήσει στην κατηγορία που απηύθυνε ο πρώην αν. υπουργός Υγείας περί πολιτικής του δίωξης, ο πρόεδρος της Βουλής διευκρίνισε ότι η προηγούμενη Βουλή πριν από τις εκλογές είχε δυόμιση μήνες στη διάθεσή της να φέρει σε πέρας τις υποθέσεις Πολάκη, όπως η τότε πλειοψηφία θεωρούσε σωστό. «Αν, δηλαδή, υιοθετούσε κανείς τα περί δήθεν συμμετοχής της Βουλής σε ξεκάθαρη πολιτική δίωξη του κ. Πολάκη, κάτι που απορρίπτω κατηγορηματικά για την παρούσα Βουλή, θα μπορούσε να πει ότι η προηγούμενη Βουλή, αδρανώντας, τον άφησε εκτεθειμένο και δεν του έλυσε το θέμα σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείτο για άλλους υπουργούς», υπογράμμισε ο κ. Τασούλας και πρόσθεσε: «Συνεπώς, δεν αφορά την κυβέρνηση αυτή η ιστορία, δεν είναι ούτε δίωξη, ούτε αήθης πολεμική, είναι τήρηση θεσμών, τήρηση προθεσμιών και προστασία του γοήτρου του Κοινοβουλίου από οποιαδήποτε υπόνοια ότι δήθεν το Κοινοβούλιο, αδρανώντας, προασπίζεται μέλη του έναντι της ευλόγου αξιώσεως οποιουδήποτε να τυγχάνει εννόμου προστασίας».
Ο κ. Τασούλας εξήγησε από την έδρα της Ολομέλειας γιατί «όλη αυτή η ιστορία δεν έχει να κάνει καθόλου και με τίποτα εκ μέρους της Βουλής ούτε το σατανικό ούτε το συνωμοτικό ούτε το αποτρόπαιο», αλλά είναι απολύτως συνηθισμένη, απλή, θεσμική διαδικασία, η οποία καθορίζεται από δύο ημερομηνίες κι από δύο άρθρα του Συντάγματος.
Όπως συγκεκριμένα ανέφερε ο πρόεδρος της Βουλής, τα δύο άρθρα του Συντάγματος, που μας υποχρεώνουν να κάνουμε αυτή τη διαδικασία, είναι το άρθρο 20, που λέει ότι έκαστος δικαιούται εις παροχή εννόμου προστασίας, άρα έκαστος δικαιούται να εγκαλεί ή να μηνύει οποιονδήποτε σε αυτή τη χώρα. Είναι, δηλαδή, η στοιχειώδης υποχρέωση που έχει η Πολιτεία να προστατεύει αυτό το δικαίωμα. Το άλλο άρθρο που είναι το άρθρο 62 λέει ότι εάν περάσουν τρεις μήνες από την ημερομηνία που ο εισαγγελέας καταθέτει στη γραμματεία του προέδρου της Βουλής έγκληση ή μήνυση κατά βουλευτού και περάσει άπρακτο, ανεξέταστο δηλαδή το τρίμηνο, τότε λογίζεται ότι η Βουλή απέρριψε το αίτημα για δίωξη.
«Εμάς ως Βουλή, κι όχι την κυβέρνηση που δεν έχει καμία σχέση με αυτό το θέμα, μας καταδίωκαν δύο ημερομηνίες εκτός από αυτά τα δύο άρθρα», σημείωσε ο κ. Τασούλας και ειδικότερα ανέφερε ότι η πρώτη μήνυση εναντίον του κ. Πολάκη για τη φερόμενη υποκλοπή κατατέθηκε 27 Μαρτίου και η δεύτερη μήνυση για την εξύβριση και τη συκοφαντική δυσφήμηση περιήλθε στη γραμματεία στις 9 Απριλίου κάτι που σήμαινε ότι εάν δεν κινούνταν η υπόθεση, όπως κινήθηκε από τη Βουλή και από την Επιτροπή Δεοντολογίας, μεθαύριο 2 Αυγούστου, εξέπνεε το τρίμηνο. Με βάση το Σύνταγμα κάτι τέτοιο θα εθεωρείτο ότι η Βουλή σιωπηλά αποφάσισε αδρανώντας να μην ερευνήσει μια υπόθεση η οποία πηγάζει από το άρθρο του Συντάγματος ότι δηλαδή καθένας δικαιούται σε παροχή εννόμου προστασίας. «Ούτε ο κ. Πολάκης φαντάζομαι ούτε κανένας άλλος από μας θέλει να μας καταλογιστεί ότι λόγω αδράνειας μπήκε στο αρχείο μία υπόθεση που χρήζει εξέτασης. Το βάλαμε σήμερα το θέμα αυτό προς συζήτηση γιατί θέλαμε να έχουμε ένα χρονικό μαξιλαράκι, μην τυχόν σήμερα γινόταν για λόγους ανωτέρας βίας, μία αναβολή», εξήγησε ο κ. Τασούλας.
«Όλες, λοιπόν, οι ημερομηνίες πριν από τη σημερινή υποτάχθηκαν στο να προστατεύσουμε τους τρεις μήνες που έπρεπε να αποφευχθεί με την εκπνοή τους η τοποθέτηση της υποθέσεως στο αρχείο. Αν παρέρχονταν οι ημερομηνίες δεν θα μπορούσαμε να αντικρίσουμε όσους πιστεύουν ότι η Βουλή οφείλει να κάνει το παν για να τηρήσει την αρχή της παροχής εννόμου προστασίας», προσέθεσε.
Όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας, ο πρόεδρος της Βουλής είπε ότι το κρίσιμο δεν είναι όλο αυτό πάνω στο οποίο ο κ. Πολάκης σήμερα «προκαταβολικά απολογήθηκε ενώπιον λάθους ακροατηρίου», αλλά ήταν εάν τα αδικήματα της υποκλοπής τηλεφωνικής συνδιαλέξεως ή εξύβρισης ασκούνται κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων και θεωρήθηκε ότι δεν ασκούνται κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων, άρα, όπως έστειλε και ο υπουργός Δικαιοσύνης και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τις δικογραφίες με το άρθρο 62, έτσι αποφάσισε και η Επιτροπή Δεοντολογίας.
«Δεν είναι κάθε αδίκημα που το διαπράττει κάποιος που συμβαίνει να είναι υπουργός που ανάγεται στην προστασία που του παρέχει το ούτως ή άλλως θνησιγενές – λόγω της συντριπτικής πλειοψηφίας με την οποία ζητούμε την αναθεώρησή του άρθρο 86. Η θεωρία πως ότι διαπράττει υπουργός εντάσσεται στο 86 είναι εσφαλμένη. Φανταστείτε, δηλαδή, ότι υπουργός καταγγέλλεται ότι διαπράττει το αδίκημα της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκου. Αυτό ανάγεται στα υπουργικά καθήκοντα;» σημείωσε ο κ. Τασούλας.
Συνεπώς, η Βουλή, η οποία είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή αυτής της διαδικασίας, ενήργησε θεσμικά, δεν πρόκειται περί διώξεως πρόκειται περί εφαρμογής του Συντάγματος και των νόμων, επισήμανε.
Τέλος, ο πρόεδρος της Βουλής ανέφερε ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος στέλνει την υπόθεση στη Βουλή και μιλάει άλλοτε για εφαρμογή του άρθρου 86, άλλοτε για εφαρμογή του άρθρου 62, στην υπόθεση αυτή του Παύλου Πολάκη λέει ξεκάθαρα να προχωρήσει η διαδικασία με βάση το άρθρο 62, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Καλογήρου, το διαβιβάζει με το ίδιο σκεπτικό. Άρα, δεν μπορεί «η τήρηση αυτής της διαδικασίας να καταλογίζεται στη Βουλή ως δήθεν αήθης δίωξη», κατέληξε ο κ. Τασούλας.