Τις απαντήσεις στα αιτήματα δικαστικής συνδρομής που έχουν υποβάλλει προκειμένου να αποκωδικοποιήσουν πλήρως τη διαδρομή του μαύρου χρήματος αναμένουν οι ανακριτές που διερευνούν την υπόθεση Παπαντωνίου.
Σχετικά αιτήματα έχουν αποσταλεί στις αρμόδιες αρχές της Γαλλία, καθώς ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ, Γιάννος Παπαντωνίου, είναι υπήκοος Γαλλίας και έχει και εκεί τραπεζικούς λογαριασμούς, όπως επίσης και σε Βέλγιο, ΗΠΑ, Κύπρο, Βέλγιο και Ολλανδία (όπου έχει τη βάση της και η εταιρεία Thales από την οποία φέρεται να διακινήθηκαν οι μίζες για τις φρεγάτες).
Σύμφωνα με πληροφορίες από δικαστικές πηγές, στο ξετύλιγμα του κουβαριού σχετικά με τη ροή του χρήματος, και συγκεκριμένα για τους λογαριασμούς του Χαρ. Μπεκατώρου (αντιπροσώπου της Thales στην Ελλάδα) που φέρεται να υπήρξε ένας από τους «ταμίες» του Γιάννου Παπαντωνίου, μεγάλη βοήθεια προσέφερε η κυπριακή ΜΟΚΑΣ (αρχή για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος).
Στο μεταξύ, οι ανακριτές αναμένουν και την απάντηση της Βουλής στο αίτημά τους να εξετασθεί αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης στο πρόσωπο του πρώην υπουργού και για το αδίκημα της δωροδοκίας, πέραν εκείνου της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα για το οποίο και κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος.
Οι ενδείξεις
Ένας πάντως από τους λόγους που ανακριτής και εισαγγελέας θεώρησαν πως στην περίπτωση του ζεύγους Παπαντωνίου υπήρχαν οι προϋποθέσεις του νόμου για να κριθούν προφυλακιστέοι, είναι και το γεγονός ότι παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς των δύο κατηγορουμένων, στη δικογραφία φέρονται να υπάρχουν έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο πρώην υπουργός και η σύζυγος του επιχείρησαν να μπλοκάρουν το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών τους στην Ελβετία.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ζευγάρι εμφανίστηκε οικειοθελώς ενώπιον των ανακριτών το Νοέμβριο του 2017. Παρουσία δικηγόρου φέρεται να υπέγραψε συναίνεση στην άρση του τραπεζικού απορρήτου για δύο λογαριασμούς κι ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Η συναίνεση εστάλη στην Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Βέρνης. Τότε το ζευγάρι φέρεται να δήλωσε στους ανακριτές ότι αυτοί ήταν και οι μόνοι του λογαριασμοί στην Ελβετία.
Όπως όμως ενημερώθηκαν στη συνέχεια οι ελληνικές αρχές, η Σταυρούλα Κουράκου, μέσω Ελβετού δικηγόρου, υποστήριξε ενώπιον των ελβετικών αρχών ότι δεν παρείχαν τη συναίνεσή τους στους ανακριτές, καθώς παραπλανήθηκαν βάζοντας την υπογραφή τους χωρίς την παρουσία δικηγόρου.
Μεταξύ δε των στοιχείων που έχουν πλέον στη διάθεσή τους οι ανακριτές και βοήθησαν πολύ στη διερεύνηση της υπόθεσης, ανήκει και η εσωτερική αλληλογραφία μεταξύ των υπαλλήλων της ελβετικής τράπεζας και του επιχειρηματία ο οποίος διακίνησε τα 2,8 εκατομμύρια, ποσό που σύμφωνα και με τις ελβετικές αρχές ήταν πολύ μεγάλο.
Θα εξετάσουν και τον Ζοσεράν
Πρόθεση, τέλος, των ανακριτών είναι να εξετάσουν ως μάρτυρα και τον Μισέλ Ζοσεράν,πρώην πρόεδρο της Thales, ο οποίος το Μάιο του 2005 είχε καταθέσει επισήμως στους εισαγγελείς της Νίκαιας της Γαλλίας, Gilles Accomando και Muriel Fusina, για μίζες σε Έλληνες κρατικούς αξιωματούχους.
Είχε πει μεταξύ άλλων ότι:
«Το 2002 και στις αρχές του 2003 κλήθηκα να παρουσιάσω ένα σχέδιο για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Από εκείνη τη στιγμή πηγαινοερχόμουν συνέχεια στην Ελλάδα και είχα επαφές με τον κ. Ρωμανό (σ.σ.: πρόκειται για τον Λουκά Ρωμανό), πρόεδρο της ΤΗΙΝΤ (Thales International) Ελλάδος. Εκείνος μου υπέδειξε ότι θα έπρεπε να προβλέψουμε μια προμήθεια της τάξης του 7% με 10% για τον υπουργό Άμυνας. Και μου υπέδειξε επίσης ότι και στην προηγούμενη αγορά των φρεγατών στην Ελλάδα είχε μεσολαβήσει συμφωνία με τον ίδιο τον υπουργό για την καταβολή των προμηθειών, χάρη στην οποία η εταιρεία Thales κέρδισε το διαγωνισμό. Στην αγορά του συστήματος για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων ανταγωνιστής ήταν μια εταιρεία ονόματι SAIC, την οποία υποστήριζε ευθέως ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσένι. Και κατά τον κ. Ρωμανό χάσαμε αυτή την αγορά επειδή δωροδοκήσαμε χαμηλά, ενώ οι Αμερικανοί στόχευσαν τον υπουργό Εσωτερικών και τον πρωθυπουργό».
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2016, ο Ζοσεράν κατέθεσε και πάλι όσα έχει καταθέσει το 2005, επιμένοντας ότι ο εκπρόσωπός του στην Ελλάδα θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να πάρουν το έργο της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων παρά τη συμμετοχή της αμερικανικής SAIG, γιατί είχε διαμορφώσει ένα κύκλωμα το οποίο τον βοήθησε και στην υπόθεση των φρεγατών.