Του Γιάννη Συμεωνίδη
Επιφυλακτικές έως πολύ επιφυλακτικές ήταν, μιλώντας στο “Politik”, κυβερνητικές πηγές, τουλάχιστον μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές το απόγευμα της Πέμπτης, για την επίτευξη συμφωνίας με την ΠΓΔΜ.
Ο Ζόραν Ζάεφ δεν είχε τηλεφωνήσει στον Αλέξη Τσίπρα κι από το Μαξίμου μας έλεγαν πως δεν έχει συμφωνηθεί τίποτα μέχρι να συμφωνηθούν όλα.
Πάντως φαίνεται και μέσα από όσα διαρρέουν και οι δύο πλευρές ότι έχουν καταλήξει στο όνομα “Republika Severna Makedonija” (Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) αμετάφραστο από τα σλαβικά και για τη χρήση του τόσο στο εσωτερικό του βόρειου γείτονα όσο και στο εξωτερικό (“erga omnes”).
Όσον αφορά την αναγνώριση μακεδονικής γλώσσας, οι ίδιες πηγές υποστήριζαν πως αυτή έχει αναγνωριστεί στο επίπεδο του ΟΗΕ από το 1977 και με ευθύνη της τότε κυβέρνησης Καραμανλή, ενώ σε σχέση με τη μακεδονική ταυτότητα τη χαρακτηρίζουν κομμάτι της τεχνικής συμφωνίας και δεν της αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία.
Σύμφωνα, επίσης, με πληροφορίες μας, στα Σκόπια θα παραχωρηθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα- άγνωστο πόσο-, προκειμένου να αναθεωρηθεί το Σύνταγμά τους και να προχωρήσουν οι αναγκαίες προσαρμογές σε όλο το εύρος της δημόσιας ζωής, με βάση το νέο όνομα (για παράδειγμα, επιγραφές, δημόσια έγγραφα, κ.λπ.).
Την ίδια ώρα, έντονη είναι η πίεση που ασκείται τις τελευταίες ώρες τόσο από την Ουάσιγκτον όσο κι από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα και στα Σκόπια προκειμένου να βρεθεί λύση και να ξεκινήσουν άμεσα, δηλαδή εντός του Ιουνίου, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της ΠΓΔΜ με τη νέα της ονομασία στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Οι ΗΠΑ, μάλιστα, πιέζουν περισσότερο τον κ. Ζάεφ να πάει κόντρα στην εθνικιστική αντιπολίτευση του VMRO και στον πρόεδρο Γκιόργκι Ιβάνοφ.
“Ετοιμάζουν” τις Πρέσπες
Σε αυτό το πλαίσιο, είχαν ήδη ξεκινήσει και οι προεργασίες για την υπογραφή της συμφωνίας σε πανηγυρικούς τόνους στις ελληνικές Πρέσπες.
Παραλλήλως, σε ανοιχτή γραμμή με τα δύο υπουργεία Εξωτερικών βρισκόταν κι ο Μάθιου Νίμιτς.
Ταυτοχρόνως, η ελληνική και η σκοπιανή κυβέρνηση επιμελώς υποβαθμίζουν, χωρίς πάντως να ανεβάζουν τους τόνους για να μην προκαλέσουν ασύμμετρες αντιδράσεις, τα συλλαλητήρια που πραγματοποιήθηκαν και στις δύο χώρες, με τους συμμετέχοντες σε αυτά να μην επιθυμούν λύση όπως αυτή που προδιαγράφεται.