«Την ανάγκη για σύνδεση οικονομίας και κλίματος τόσο για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου όσο και για την προσαρμογή στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής» επεσήμανε ο Σ. Φάμελλος κατά τη σημερινή συζήτηση στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος στο Λουξεμβούργο, αναφορικά με τα θέματα κλιματικής αλλαγής.
Ζήτησε, από τα κράτη μέλη της ΕΕ να δείξουν την απαιτούμενη τόλμη, έτσι ώστε η Ευρώπη να παραμείνει στην πρωτοπορία της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής:
«Δεν είναι δυνατόν να συμφωνούμε όλοι για τον κλιματικό κίνδυνο, αλλά να μη θέλουμε να κάνουμε καμία αλλαγή στην παραγωγή και στην κατανάλωση», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα, για την πρόταση Ευρωπαϊκού Κανονισμού σχετικά με τη μείωση εκπομπών CO2 από καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα, ο Αν. ΥΠΕΝ τόνισε ότι η Ελλάδα στηρίζει τις προσπάθειες ενός πιο φιλόδοξου Κανονισμού και μιας πρότασης που θα διασφαλίζει την περιβαλλοντική ακεραιότητα του όλου εγχειρήματος.
«Καίριας σημασίας η μείωση της κατανάλωσης καυσίμων»
«Η μείωση της κατανάλωσης καυσίμων στις οδικές μεταφορές είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη των κλιματικών και περιβαλλοντικών στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», επεσήμανε ο Σωκράτης Φάμελλος.
Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 15% το 2025 και κατά 30% το 2030 σε σχέση με το 2021.
«Στηρίζουμε κάθε προσπάθεια αύξησης της φιλοδοξίας του νέου Κανονισμού», σχολίασε ο Αν. ΥΠΕΝ, προσθέτοντας ότι οι συγκεκριμένοι στόχοι θα είναι και προς το συμφέρον της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αφού θα την οδηγήσουν στην τεχνολογική πρωτοπορία για καθαρά αυτοκίνητα.
Ωστόσο, ανέφερε ότι η Ελλάδα θα προτιμούσε την κατάργηση της μάζας ως παραμέτρου χρηστικότητας και την αντικατάστασή της με το κριτήριο του αποτυπώματος, προκειμένου, αφενός, να υπάρχει αυξημένη χρήση τεχνολογικών λύσεων που εστιάζουν στη μείωση του βάρους των αυτοκινήτων, ώστε να μην πριμοδοτούνται τα οχήματα που διαθέτουν πιο βαρείς κινητήρες και εκπέμπουν μεγαλύτερη ποσότητα οξειδίων του αζώτου.
Σχετικά με τη διασφάλιση της περιβαλλοντικής ακεραιότητας
Ο Υπουργός σημείωσε ότι η ήδη θεσμοθετημένη τοποθέτηση μετρητών κατανάλωσης καυσίμου σε όλα τα αυτοκίνητα επαρκεί για να δώσει μια ακριβή εικόνα της πραγματικής κατανάλωσης καυσίμου και κατά συνέπεια των πραγματικών εκπομπών CO2,, αποφεύγοντας λάθη του παρελθόντος.
Αναφερόμενος σε θέματα προσαρμογής και μείωσης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, που συζητήθηκαν άτυπα στο γεύμα του Συμβουλίου Υπουργών, ο Αν. ΥΠΕΝ εστίασε στα βήματα που ήδη κάνει η Ελλάδα με την υιοθέτηση της Εθνικής Στρατηγικής Προσαρμογής, το 2016, τα Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής που είναι υπό εκπόνηση από τις Περιφέρειες της χώρας και με την ενσωμάτωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε τομεακές πολιτικές, όπως, π.χ., στην Εθνική Στρατηγική για τα Δάση, αλλά και μέσω του Εθνικού Συμβουλίου Προσαρμογής, όπου γίνεται συντονισμός όλων των συναρμόδιων Υπουργείων.
Ειδικότερα, έδωσε ως παράδειγμα την πρόσληψη 5.066 εργαζομένων για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, αλλά και τα σχέδια πρόληψης κινδύνου πλημμύρας, που είναι σε στάδιο κύρωσης αυτές τις μέρες σε όλη τη χώρα.
Σχετικά με τον νέο προϋπολογισμό της ΕΕ
Ο Σωκράτης Φάμελλος στάθηκε στην ανάγκη για διάκριση της χρηματοδότησης των δράσεων προσαρμογής σε σχέση με τις δράσεις μετριασμού, αλλά και στις ανησυχίες της Ελλάδας όσον αφορά στην παρακράτηση του 20% των εσόδων από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (EU ETS) για τη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.
«Στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε μέρος των εσόδων από το EU ETS για να χρηματοδοτήσουμε τη δίκαιη μετάβαση περιοχών που σήμερα βασίζονται στον λιγνίτη, ιδρύοντας με ελληνική πρωτοβουλία το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, αρχικά με 60 εκατομμύρια ευρώ.
Θα πρέπει η χρηματοδότηση της μετάβασης των περιοχών αυτών να είναι ευρωπαϊκή υπόθεση και να συγκροτηθεί ισχυρή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και πρωτοβουλία για τις περιοχές που εξαρτώνται σήμερα από την εργασία γύρω από τον λιγνίτη και τα ορυκτά καύσιμα», τόνισε.
Κλείνοντας, ο Σ. Φάμελλος υπογράμμισε ότι απαιτείται και η προώθηση της ενσωμάτωσης των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και στα επιχειρηματικά σχέδια του ιδιωτικού τομέα:
«Εάν δεν προωθήσουμε αυτή την ενσωμάτωση, τότε αργά ή γρήγορα ο δημόσιος τομέας θα επωμιστεί το κόστος αυτό, σε περίπτωση ζημιών της αγοράς, και αυτό πρέπει να προληφθεί», κατέληξε.