«Η κρίση ενδεχομένως για κάποιους να εκλαμβάνεται ως ευκαιρία για διάλυση εργασιακών σχέσεων, αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, για μια σειρά νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μπορούσαν να υλοποιήσουν. Τους λέμε να μην το διανοηθούν».
Αυτό τόνισε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Χαρίτσης, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών απαντώντας σε ερωτήματα που είχαν σταλεί ηλεκτρονικά, και υπογράμμισε παράλληλα ότι, καθώς πρόκειται για μια τεράστια δομική κρίση, απαιτούνται τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και εθνικό επίπεδο ριζοσπαστικά, τολμηρά και γενναία μέτρα στήριξης της εργασίας και της οικονομίας. Κάλεσε την κυβέρνηση να υλοποιήσει γενναίο πρόγραμμα στήριξης εργαζομένων και οικονομίας, αναφέροντας ότι «δεν μπορεί να περνάει από το μυαλό των κυβερνώντων -και τους καλούμε να μην το σκεφτούν καν- να αντιμετωπίσουν την κρίση ως ευκαιρία για να την ξαναπληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι μικρομεσαίοι». «Θα σταθούμε ξεκάθαρα απέναντι σε μια τέτοια λογική και γι’ αυτό έχουμε ζητήσει να ανακαλέσει αμέσως τα σχετικά μέτρα της».
«Λαϊκισμός και ανευθυνότητα συνιστά να παρουσιάζεις τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία ως ήρωες και να μην έχεις κάνει τίποτα για να τους στηρίξεις», σχολίασε, για να τονίσει ότι η λογική «βλέποντας και κάνοντας» της κυβέρνησης, όπως είπε, «θα στοιχίσει στην ελληνική οικονομία πολλαπλά το επόμενο διάστημα». Χαρακτήρισε «αδιανόητο» την κρίση να την πληρώσουν ξανά οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι μικρομεσαίοι, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, γι’ αυτό έχουμε καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις». Ο ΣΥΡΙΖΑ, τόνισε, έχει επιλέξει σε αυτές τις κρίσιμες συνθήκες να στηρίξει την ελληνική κοινωνία, βεβαίως θα στηρίξει μέτρα που προτείνονται από την επιστημονική κοινότητα για τους αναγκαίους περιορισμούς για τη μη εξάπλωση της πανδημίας, όμως από την άλλη ασκεί κριτική και καταθέτει προτάσεις τόσο για το υγειονομικό σκέλος όσο και για την εργασία και την οικονομία. Σημείωσε ότι οι προτάσεις κινούνται στο πλαίσιο της κοινής λογικής των αναγκαίων μέτρων και αντανακλούν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα που διαμορφώνεται.
Προσέθεσε δε ότι υπάρχουν οι δυνατότητες γι’ αυτά, γιατί δεν ισχύουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που υπήρχαν στις προηγούμενες κρίσεις. Σημείωσε πως είναι βασικό να επιδοτηθεί πλήρως το μισθολογικό και ασφαλιστικό κόστος των επιχειρήσεων, να δοθούν οι μισθοί στους εργαζόμενους 100%, αναφέροντας ότι αυτά στοιχίζουν περίπου 2 δισ. ευρώ μηνιαίως, 1% του ΑΕΠ. Ωστόσο επέκρινε την κυβέρνηση για μέτρα «επιδότησης της ανεργίας, προδιαγράφοντας στο άμεσο μέλλον νέες στρατιές ανέργων» και πως είναι «καταστροφική πορεία που πρέπει να αντιστραφεί». Προτιμότεροι να δαπανήσει τώρα 1% του ΑΕΠ παρά να χρειαστεί μετά να δαπανήσει πολύ περισσότερο για να αντιμετωπίσει τη βαθιά κρίση που επέρχεται», είπε.
Σε ερωτήσεις σχετικά με το ευρωομόλογο και τη στάση της ΕΕ,ο κ. Χαρίτσης σημείωσε ότι η κυβέρνηση «πρέπει να παρέμβει πρωταγωνιστικά και όχι ως θεατής στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, για να μην επιτρέψουμε να μετατραπεί η Ευρώπη, με πρόσχημα αυτή την κρίση, σε ένα οικονομικό στρατόπεδο συγκέντρωσης». Ερωτηθείς σχετικά, άφησε να εννοηθεί ότι η κυβέρνηση πρέπει να ασκήσει ακόμα και βέτο σε περίπτωση που υπάρξει νέο μπλόκο για το ευρωομόλογο: «Όταν μιλάμε για μια κρίση τόσο μεγάλων διαστάσεων και όταν ζητάμε οι παρεμβάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο να φτάσουν μέχρι τέλους και να κινηθούν εκτός πλαισίου, προφανώς πρέπει να ασκηθούν όλα τα αναγκαία μέσα για να μπορέσουμε να επιτύχουμε αυτόν το στόχο. Δεν μπορούμε να πάμε σε λογικές συμβιβασμού και ισορροπιών όπως έχουμε δει πολλές φορές την Ευρώπη να πηγαίνει τα προηγούμενα χρόνια. Απαραίτητο λοιπόν να ασκηθεί κάθε πίεση, όποιο μέσο κι αν περιλαμβάνει αυτή».
Τόνισε ότι θα είναι «εγκληματικό» για την ΕΕ να ακολουθήσει την ίδια ολιγωρία και έλλειψη αλληλεγγύης όπως στο παρελθόν, «αλλιώς μπαίνει σε μια σκοτεινή περίοδο», ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας μιλούν για το ευρωομόλογο εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον και πως θα συνεχίσουν να ασκούν πίεση, να παρεμβαίνουν και να αξιοποιούν όλα τα δυνατά μέσα και στο εξωτερικό και εντός χώρας για να προχωρήσουν λύσεις.
Αναφορικά με το ζήτημα μείωσης 50% των μισθών των βουλευτών, είπε ότι η κίνηση του πρωθυπουργού εμπεριέχει έναν ισχυρό συμβολισμό «όμως προέρχεται από μια κυβέρνηση που δεν έχει πάρει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για τη στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας, αλλά [δίνει] “ δώρα” σε κλινικάρχες και συνεπώς εμπεριέχει ισχυρές δόσεις υποκρισίας». «Δεν ακούσαμε κάτι απ’ τον κ. Μητσοτάκη για τις αποφάσεις διοικήσεων ΔΕΚΟ εν μέσω πανδημίας, να διπλασιάσουν τις αμοιβές μελών τους», σχολίασε. Πρόσθεσε ότι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έδιναν προ κρίσης σημαντικό μέρος του μισθού τους σε δομές αλληλεγγύης και έχει ζητηθεί ήδη από τη Βουλή πρωτοβουλία η συμβολή του 50% του μισθού των βουλευτών να είναι υποχρεωτική για όλους και όχι προαιρετική, όπως είπε ο πρωθυπουργός, για διάστημα τουλάχιστον 3 μηνών και να διευρυνθεί και με συμμετοχή των ευρωβουλευτών και κρατικών αξιωματούχων.
Με αφορμή την επικοινωνιακή καμπάνια 11 εκατ. ευρώ για τον κορονοϊό, σχολίασε μεταξύ άλλων ότι η κυβέρνηση «παρότι θα μπορούσε αυτή η καμπάνια να γίνει δωρεάν, επιλέγει να ενισχύσει Μέσα και αυτό όμως όχι με διαφάνεια, αλλά με την πρόθεση, όχι απλώς να ενημερώσει τους πολίτες, αλλά και να ενισχύσει Μέσα που είναι φιλικά προς εκείνη».
Είπε ότι η απόφαση για διπλασιασμό της αποζημίωσης των ιδιωτικών ΜΕΘ συγκαταλέγεται σε αποφάσεις που «προσβάλλουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα». Υπογράμμισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει τα στραβά μάτια, υπογραμμίζοντας ότι «τώρα είναι η μεγάλη μάχη».
Από την πλευρά του ο τομεάρχης και πρώην υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός μίλησε για «χαριστική» ρύθμιση στους κλινικάρχες και σημείωσε ότι στον κανονισμό του ΕΟΠΥΥ έχει προβλεφθεί ένα αυξημένο νοσήλιο για τις κλίνες εντατικής θεραπείας των ιδιωτικών θεραπευτηρίων και πως μέσα σε αυτό και στην αποζημίωση συμπεριλαμβάνεται και το μισθολογικό κόστος.
Αναφορικά με το θέμα των διαγνωστικών τεστ ο κ. Ξανθός είπε ότι το σωστό, που επισημαίνει ο ΠΟΥ, είναι να υπάρξει προσπάθεια και τώρα αλλά και μετά την έξαρση της επιδημίας ώστε να υπάρχει καλύτερη εικόνα της διασποράς, να ιχνηλατείται και να αντιμετωπίζεται, ενώ τόνισε ότι ο ΕΟΠΥΥ μπορεί να αναλάβει το 100% της δαπάνης και πως δεν θα πρέπει να πληρώνεις για την εξέταση όταν υπάρχει συνταγογράφηση από τον θεράποντα ιατρό. Πρόσθεσε ότι πρέπει να αναπτυχθεί στο έπακρο η συνεισφορά πανεπιστημιακών και ερευνητικών εργαστηρίων στη διεξαγωγή τεστ, καθώς υπάρχει η διαθεσιμότητά τους. Μεταξύ άλλων είπε ότι δεν υπάρχει επάρκεια υλικού προς τα νοσοκομεία (μάσκες κ.τ.λ.) και πως η εικόνα από ανθρώπους των νοσοκομείων είναι ότι η διαχείριση του υλικού προς αυτά συνεχίζει να γίνεται με πολύ σφιχτό τρόπο.
Ν.Λ.