Στις προεδρικές εκλογές του πρώτου γύρου στην Γαλλία, σημειώθηκε αποχή της τάξης του 25%. 25% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων δεν πήγαν στην κάλπη και αυτό θεωρείται υψηλό ποσοστό. Είναι υψηλότερο από αυτό του 2017, δεν είναι όμως συγκρίσιμο με το ποσοστό αποχής στην Ελλάδα. Ας δούμε λίγο τι αποχή είχαμε στην χώρα μας από τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 (διπλές εκλογές), μέχρι και το 2019.
Γράφουν οι: Βασιλειάδης Δημήτρης Πολιτικός αναλυτής και οι προπτυχιακοί πολιτικοί επιστήμονες ΑΠΘ Ψύχα Αγγελική, Καλυβιώτης Χρήστος – Αναστάσιος, Σιμψέρης Βασίλειος Ρέπα Μαρίγια, Μπέλλα Γενοβέφα και Κόμνιου Ροδούλα.
Ο μέσος όρος αποχής στην χώρα μας είναι 38,9%, πολύ μεγαλύτερο από το 25% των Γάλλων. Με κατώτερο το 34,88% και ανώτερο το 42,22%, η επόμενη αποχή που περιμένουμε (στις επόμενες εκλογές, όποτε γίνουν), θα κυμαίνεται από 35,0% έως 42,8% (+/- 3,9% από τον μέσο όρο). Παρατηρώντας την γραμμή τάσης, βλέπουμε ότι παρά τις αυξομειώσεις, η αποχή τείνει να είναι ανοδική.
Το ερώτημα είναι ποιον ευνοεί κάθε φορά η αποχή και από που προέρχεται (τι κομματική προέλευση έχει). Το ποιον ευνοεί μπορούμε με την ex post ανάλυση να το εντοπίσουμε. Αν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση από τον Μάιο του 2012 έως τον Ιούλιο του 2019, βάλουμε δίπλα ποιο κόμμα ήρθε πρώτο, μπορούμε εύκολα να δούμε υπέρ ποιου λειτούργησε:
Αν συνδέσουμε λοιπόν την αποχή με το πρώτο κόμμα στις εκλογές, τότε πολύ εύκολα συμπεραίνουμε ποιον ευνοεί η αποχή σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Η προσέγγιση ότι η αποχή είναι υπέρ του πρώτου κόμματος ή οποιαδήποτε άλλη τέτοιου είδους ερμηνεία που προσπαθούν κάποιοι να δώσουν πριν τις κάλπες, είναι εντελώς αυθαίρετη και δεν έχει καμία βάση. Μόνο μετά τις εκλογές και έχοντας την ετυμηγορία της κάλπης, μπορούμε να εξηγήσουμε ποιον τελικά βοήθησε η αποχή.
Αν ενδεικτικά πάρουμε τις εκλογές του 2015 (Ιανουάριο) βλέπουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως 1ο κόμμα ευνοήθηκε από την αποχή η οποία τελικά ήταν μεγαλύτερη από τους κόλπους της ΝΔ. Φυσικά υπήρχαν και μετακινήσεις ψηφοφόρων από ΝΔ προς ΣΥΡΙΖΑ (για διάφορους λόγους…), αυτό όμως δεν φτάνει για να ερμηνεύσει την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ. Τον Ιανουάριο του 2015 ψήφισαν ΝΔ 1.734.000 ψηφοφόροι (περίπου), ενώ το 2019 2.251.000 (περίπου) , ξαφνικά δηλαδή εμφανίστηκαν στην ΝΔ 517.000 επιπλέον ψηφοφόροι (οι 517.000 ψηφοφόροι είναι το 8% επί του συνόλου του εκλογικού σώματος!). Άρα ΚΑΙ η αποχή διαμορφώνει το αποτέλεσμα.
Τι είναι όμως αποχή; Από πού προέρχεται; Ποια πολιτικά, κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά έχουν όσοι δεν πάνε να ψηφίσουν; Τι σκέφτονται, τι τους κρατάει πίσω;
Στις δημοσκοπήσεις το «πιάνουμε», βρίσκουμε δηλαδή απαντήσεις σε αρκετά από αυτά τα ερωτήματα. Σίγουρα όταν κάποιος σου λέει (στην έρευνα) ότι θα ψηφίσει το Χ ή Ψ κόμμα, δεν τον υπολογίζεις στην αποχή (εκτός αν την ημέρα της κάλπης του συμβεί κάτι έκτακτο). Άρα η αποχή δημιουργείται από αυτούς που δεν έχουν αποφασίσει. Αυτοί επίσης αποκωδικοποιούνται πολύ εύκολα: ένα μέρος τους παραμένει αναποφάσιστο και δεν πάει κάλπη, ένα άλλο μέρος υποτροπιάζει επιλέγοντας το κόμμα που είχε ψηφίσει την τελευταία φορά (με μεγάλη πιθανότητα).
Υπάρχει και η συστηματική αποχή, δηλαδή οι ψηφοφόροι που δεν συνηθίζουν να ψηφίζουν, ανεξάρτητα από τη συγκυρία και το διακύβευμα που επικρατεί. Είναι οι απολιτίκ, οι οποίοι δεν παίζουν κανένα ρόλο στη διαμόρφωση της αποχής και των ποσοστών των κομμάτων, μιας και δεν υπάρχει για αυτούς εκλογικό αποτύπωμα, από προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις (απέχουν συνεχόμενα).
Άρα η αποχή παράγεται από ενεργούς ψηφοφόρους που δεν έχουν αποφασίσει. Γιατί δεν έχουν αποφασίσει , ενώ στις προηγούμενες εκλογές έχουν επιλέξει κόμμα; Ένα μέτρο για να εξηγήσουμε το ότι το σκέφτονται ξανά, είναι η δυσαρέσκεια. Ψήφισα κάποιον , δεν είναι όπως τα περίμενα και το σκέφτομαι ή στη χειρότερη δεν έκανε τίποτα από αυτά που περίμενα και τώρα σκέφτομαι κάτι άλλο. Ή, είναι όλοι το ίδιο και δεν έχει κανέναν νόημα τι θα ψηφίσω (πιθανότητα να γίνει συστηματικός ψηφοφόρος αποχής). Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με πολύ ή λίγη δυσαρέσκεια. Αποτυπώνεται η δυσαρέσκεια εκλογικά; Συνδέεται με την αποχή;
Ναι, συνδέεται. Η δυσαρέσκεια δίνει αποχή, δίνει όμως και διασπορά , δηλαδή φεύγει ο ψηφοφόρος από τα «μεγάλα» κόμματα και επιλέγει κάτι μικρότερο. Δείτε για παράδειγμα τις εκλογές του 2015 του Σεπτεμβρίου όπου μπήκαν στην Βουλή 8 κόμματα (αριθμός ρεκόρ για την μεταπολίτευση), με την μεγαλύτερη αποχή που συναντούμε σε όλη την περίοδο αναφοράς (2012 έως 2019).
Το κόμμα που έχει τους πιο δυσαρεστημένους και απογοητευμένους ψηφοφόρους (δεν είναι ανάγκη να είναι κυβέρνηση), θα δώσει το μεγαλύτερο ποσοστό στην αποχή και θα ευνοήσει τον πρώτο χωρίς ο πρώτος να χρειαστεί να κάνει και πολλά για να πείσει. Καλό είναι λοιπόν στις μετρήσεις να ενσωματωθεί η δυνατότητα να μετριέται η δυσαρέσκεια/απογοήτευση από το κόμμα που ο καθένας έχει επιλέξει στις τελευταίες εκλογές. Θα δώσει απαντήσεις για την αποχή , θα μας δώσει με μεγαλύτερη βεβαιότητα το πρώτο κόμμα και θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ειδικά σε οριακές αναμετρήσεις.
Δείτε επίσης: ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ: Πρόγραμμα εργασιών του 3ου Συνεδρίου
- Οργή και θρήνος στο Μαγδεμβούργο για το μακελειό από τον Σαουδάραβα δράστη
- ΗΠΑ: Ο Τραμπ επισημαίνει ότι ο Μασκ δεν έχει τα προσόντα να γίνει πρόεδρος
- Super Μπάλα Live: Οι διαιτητικές ατασθαλίες πλήττουν το πρωτάθλημα
- Ψηφιακή ξενάγηση στα 32 θρησκευτικά μνημεία της Αττικής
- Κυριάκος Μητσοτάκης: Η διαχείριση των συνόρων ως κεντρική προτεραιότητα της μεταναστευτικής στρατηγικής