Ο υπουργός Εξωτερικών επισήμανε ότι δεν ζητήθηκε ποτέ άδεια για την έρευνα του ιταλικού πλοίου σχετικά με την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου κοντά στην Κάσο. Υπογράμμισε ότι δεν υπήρξε κίνδυνος επεισοδίου με την Τουρκία, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάι».
Πρόσθεσε ότι κάποια από τις έρευνες πραγματοποιήθηκε εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων, σε περιοχές που εμπίπτουν στην ΑΟΖ της Ελλάδας σύμφωνα με την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, και αφορούσαν αξιώσεις της Τουρκίας που προκύπτουν από το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο.
«Σε άλλη περίπτωση, θα μπορούσαμε να είχαμε δει συγκρούσεις. Η κατάσταση θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε θερμό επεισόδιο», τόνισε, προσθέτοντας ότι το πλοίο ολοκλήρωσε την έρευνά του και παρέμεινε στην περιοχή περισσότερο από ότι είχε προβλεφθεί αρχικά.
«Δεν υπήρξε κανένας κίνδυνος επεισοδίου με την Τουρκία. Οι δίαυλοι επικοινωνίας λειτούργησαν από την πρώτη στιγμή για να αποσυμπιεστεί η ένταση: αποχώρησαν τα τουρκικά πλοία και ολοκληρώθηκε η έρευνα», υπογράμμισε και συμπλήρωσε:
«Δεν υπάρχει καμία αναγνώριση της τουρκικής αξίωσης. Δεν ελήφθη καμία άδεια από την Τουρκία για την έρευνα, η οποία ούτε καν απαιτείται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Έτσι δεν υπήρξε καμία de facto αναγνώριση».
«Ουδέποτε ζητήθηκε άδεια. Δυστυχώς, παρατηρούμε κλιμάκωση στον δημόσιο λόγο αναφορικά με τα εθνικά θέματα, η οποία οδηγεί σε παραπληροφόρηση και προκαλεί κουλτούρα υπερέντασης και εχθρότητας στην ελληνική κοινωνία», τόνισε.
«Θα συνεχίσουμε να επιδιώκουμε μία κατάσταση ηρεμίας και ασφάλειας, χωρίς να είμαστε αφελείς. Θα διατηρήσουμε καλή συνεργασία σε ζητήματα μετανάστευσης και επιχειρηματικότητας, όπως η σημερινή πρωτοβουλία για θεώρηση σε δέκα νησιά για Τούρκους επισκέπτες, η οποία έχει ενισχύσει τις τοπικές οικονομίες», επισήμανε ο υπουργός Εξωτερικών, προσθέτοντας:
«Μακροχρόνια ειρήνη με την Τουρκία δεν μπορεί να υπάρξει, εκτός αν επιλυθούν τα υποκείμενα θέματα, όπως η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «το ζήτημα στην Κάσο προήλθε από την έλλειψη οριοθέτησης. Υπάρχει μία επικάλυψη ανάμεσα σε ένα νομίμως συντεταγμένο σύμφωνο, όπως το ελληνοαιγυπτιακό, και σε ένα ανυπόστατο, το τουρκικό. Απαιτείται επίλυση αυτών των αξιώσεων».
Εξέφρασε την πολιτική βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να συζητήσει την οριοθέτηση ΑΟΖ με θάρρος, αναλαμβάνοντας πιθανώς και πολιτικό κόστος, εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Στις πολιτικές αναφορές πρέπει να προάγεται η σωφροσύνη και η σύνεση, ώστε να προωθούνται τα συμφέροντα της χώρας.
«Η αδράνεια ιστορικά δεν έχει ωφελήσει στα εθνικά θέματα και έχει οδηγήσει σε κλιμάκωση. Χωρίς να είμαστε αφελείς και χωρίς να απεμπολούμε την κυριαρχία μας, θα πρέπει να έχουμε διάλογο με γείτονες ακόμη και σε δύσκολα ζητήματα. Οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας μπορεί να αποτρέπουν εντάσεις», τόνισε.
«Για ήρεμα νερά απαιτείται κοινή κατανόηση και βούληση να προχωρήσουμε σε συζητήσεις. Η Ελλάδα δεν προτίθεται να αποσαφηνίσει τις θεμελιώδεις της θέσεις». «Θα προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε νηνεμία στις σχέσεις μας, ενώ ταυτόχρονα θα εξετάζουμε σταδιακά και δύσκολα θέματα για την επιδίωξη μακρόχρονης ειρήνης στην περιοχή».
Αναμένονται μεγαλύτερες εξελίξεις αναφορικά με το Κυπριακό το προσεχές διάστημα.
Αναφορικά με το Κυπριακό, επεσήμανε ότι μέχρι πριν από ένα χρόνο η κατάσταση ήταν στάσιμη στη διεθνή σκηνή. «Ο ΟΗΕ δεν το είχε στις προτεραιότητές του και είχε περιέλθει σε πλήρη ακινησία», ανέφερε, προσθέτοντας: «Τον τελευταίο χρόνο, έχει προκύψει μεγάλη πρωτοβουλία από πλευράς του ΟΗΕ, ο οποίος μέσω της διορισμένης προσωπικής απεσταλμένης θεωρεί πλέον το Κυπριακό μία μείζονα προτεραιότητα».
«Αναμένω增加 ποιοτικά του διαλόγου σχετικά με την επανένωση του νησιού σύντομα. Σημαντική είναι η συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και κυπριακής κυβέρνησης στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας», σημείωσε.
«Η αδράνεια στο Κυπριακό οδήγησε σε πιο ακραίες θέσεις από την Τουρκία, συμπεριλαμβανομένης της λύσης των δυο κρατών, που η ελληνική πλευρά θεωρεί μη αποδεκτή».
«Συζητούμε για μία λύση εντός των πλαισίων που θα δώσουν νέα πνοή. Ελπίζω ότι νέα στοιχεία θα μπορούσαν να προστεθούν για να ενθαρρυνθεί η πρόοδος».
«Σήμερα έχουμε καλή επικοινωνία με την Τουρκία σε θεμελιώδη ζητήματα, ενώ οι καλές διμερείς σχέσεις θα συμβάλλουν στην ηρεμία στην Κύπρο. Θεωρώ ότι είναι μια σημαντική ευκαιρία για ουσιαστικές συζητήσεις», προσέθεσε ο υπουργός.
Αναμένονται αυξήσεις μεταναστευτικών ροών λόγω της κλιμάκωσης στη Μέση Ανατολή.
Αναφερόμενος στη Μέση Ανατολή, γράφει ότι «βρισκόμαστε στη δυσκολότερη φάση που έχει υπάρξει μεταπολεμικά στην περιοχή».
Υπογράμμισε τη σοβαρή κλιμάκωση και την ανάγκη για αυτοσυγκράτηση από τον ΟΗΕ.
«Οφείλουμε να αξιολογήσουμε αν οι ενέργειες που έχουν λάβει χώρα θα προκαλέσουν «ντόμινο» για την περιοχή. Πρέπει να δούμε αν οι τρεις συνιστώσες – Χεζμπολάχ, Χούθι και Χαμάς – θα συντονίσουν χτυπήματα με αντίκτυπο τον Ισραήλ», σημείωσε.
Για τις συνέπειες στην Ελλάδα αναφέρεται: «Η κλιμάκωση αυτή ενδέχεται να εγείρει μεγάλα ανθρωπιστικά ζητήματα και προβλήματα ειρήνης στην περιοχή».
«Περιμένουμε επίσης να αυξηθούν οι μεταναστευτικές ροές και να επηρεαστεί η εφοδιαστική αλυσίδα», τόνισε, καθώς η Ελλάδα διατηρεί στάση αρχής στην κατάσταση της Μέσης Ανατολής.
«Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε κατάσταση υψηλής ασφάλειας, εν μέσω της κρίσης. Στόχος μας είναι να παραμείνουμε αλώβητοι από την κρίση και να μην έχουμε δραματικές συνέπειες», κατέληξε.
Βόρεια Μακεδονία: Όποιος δεν σέβεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο, δεν μπορεί να είναι μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Σχετικά με την Βόρεια Μακεδονία, επεσήμανε ότι έχει ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και βρίσκεται σε προενταξιακή διαδικασία για την ΕΕ με βάση τη Συμφωνία των Πρεσπών.
«Όποιος δεν σέβεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν έχει θέση στην ευρωπαϊκή οικογένεια», δήλωσε.
Ως προς τα τρία μνημόνια που δεν έχουν ακόμη επικυρωθεί από τη Βουλή, είπε ότι δεν απορρέουν νομικά από τη Συμφωνία των Πρεσπών και δεν σχετίζονται αιτιωδώς με αυτή.
«Δεν υπάρχει παραβίαση υποχρέωσης εκ μέρους της ελληνικής Πολιτείας», σημείωσε, προσθέτοντας: «Η καλή προαίρεση του ενός μέρους, την ώρα που το άλλο παραβιάζει τη Συμφωνία, ενδέχεται να καταδεικνύει διπλωματική αδυναμία».
Η Ελλάδα θα συνεχίσει να ηγείται στην πορεία των Δυτικών Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένων της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας.
«Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε σαφείς. Δεν μπορούν να γίνουν εκπτώσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα, στη δημοκρατία ή στην εφαρμογή συμφωνηθέντων», κατέληξε.