Για μια νέα φάση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ελληνοτουρκική συζήτηση, «η οποία διέπεται από μια παραγωγική κανονικότητα» έκανε λόγο ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση μετά τη χθεσινή συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην ‘Αγκυρα.
«Υπάρχει μια τακτική περιοδικότητα στις επαφές, βρισκόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα και θα συνεχίσουμε κατ’ αυτό τον τρόπο», ανέφερε και πρόσθεσε: «Δεν χρειάζεται κάθε φορά να παράγονται πολλαπλές συμφωνίες, να υπάρχουν μείζονα θέματα, τα οποία θα διαχειριζόμαστε».
Υπογράμμισε δε τη σημασία οι δύο πλευρές να μπορούν να συζητούν και να διαφωνούν χωρίς να δημιουργούνται εντάσεις και εν δυνάμει κρίσεις, «διότι η βασική μας τοποθέτηση είναι ότι εστιάζουμε πάνω σε εκείνα που είναι αμοιβαία επωφελή».
Ο κ. Γεραπετρίτης επεσήμανε πως υπάρχουν αποτελέσματα από το διάλογο και είναι εμφανή τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και σε επίπεδο πεδίου και τόνισε πως το τελευταίο δεκάμηνο έχει εκλείψει η εχθροπαθής ρητορική, έχει καταλαγιάσει η ένταση.
«Στο πεδίο αντιλαμβανόμαστε όλοι την αξία του να έχουμε σχεδόν μηδενικές ροές από τα ανατολικά μας σύνορα και να μην έχουμε παραβιάσεις του εναερίου χώρου», ανέφερε.
«Σε μια περιοχή που οι εχθροπραξίες στην ευρύτερη περιοχή μας δεν έχουν προηγούμενο, το να μπορούμε να έχουμε ένα πυλώνα σταθερότητας στην δική μας περιοχή, μια ησυχία, είναι εξαιρετικά σημαντικό».
Εξέφρασε δε την πεποίθηση ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να διαρκέσει και τόνισε πως «ο διάλογος που συντελείται τώρα, με τις όποιες διαφωνίες μπορεί να καταγράφονται, είναι ειλικρινής, διέπεται από αμοιβαία κατανόηση».
«Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν θέματα που δε μπορεί να υπάρξει σύγκλιση και τα θέματα αυτά έχουν τα δικά τους ιστορικά βάρη», ανέφερε. «Στο βασικό ζήτημα διεθνούς πολιτικής, στο οποίο διαφωνήσαμε χθες της Μέσης Ανατολής, αυτή την στιγμή βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα σύνθετη φάση, η ρωσική εισβολή Ουκρανία βρίσκεται επίσης σε ιδιαίτερη κρίσιμη φάση. Το να μπορούμε να συζητούμε με την Τουρκία και να έχουμε αυτή την κατανόηση είναι σημαντικό για όσο κρατήσει και η δική μας προσπάθεια θα είναι να κρατήσει για πολύ».
Θέματα κυριαρχίας δεν βρίσκονται στη συζήτηση
Ο υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε πως θέματα κυριαρχίας δεν βρίσκονται στη συζήτηση.
«Η Τουρκία μπορεί να έχει τις δικές της θέσεις, εντούτοις στη δική μας συζήτηση θέματα κυριαρχίας δεν πρόκειται να ενταχθούν. Σε ότι αφορά την άσκηση των δικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν υπάρχει κανένα αντάλλαγμα. Η Ελλάδα ασκεί πλήρως την κυριαρχία της, τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Είναι δική μας πεποίθηση ότι μπορούμε να συζητούμε και να βρίσκουμε λύσεις στα ζητήματα χωρίς να απεμπολούμε κανένα μας δικαίωμα. Και δεν έχει υπάρξει καμία απεμπόληση δικαιώματος».
«Δεν είμαι αιθεροβάμων, ούτε αφελής. Γνωρίζω ότι υπάρχουν πολύ ισχυρές θέσεις της Τουρκίας που ανατρέχουν από δεκαετίας. Θέλω να μπορούμε να συζητούμε σε ένα πνεύμα διαβουλευτικό, να μπορούμε να διαφωνούμε αλλά πολιτισμένα χωρίς να δημιουργούμε εντάσεις και κρίσεις και να προωθούμε μια θετική ατζέντα με αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες». σημείωσε.
Σχολιάζοντας ανακοινώσεις της αντιπολίτευσης για διαρκή υποχωρητικότητα, ο κ. Γεραπετρίτης επεσήμανε πως δεν αναφέρεται σε αυτές κανένα αντικειμενικό δεδομένο.
Σημείωσε δε πως τα θαλάσσια πάρκα θα γίνουν παρά τις αντιδράσεις της Τουρκίας, καθώς είναι σημαντικό για τη χώρα και τις χώρες της Μεσογείου.
«Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση μελέτης για τον καθορισμό των τεχνικών περιβαλλοντικών κριτηρίων, όταν ολοκληρωθούν αυτά τα πάρκα θα τοποθετηθούν στο χάρτη».
Υπογράμμισε πως το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, «είναι το υποκείμενο θέμα από το οποίο παράγεται πολλαπλασιαστική ένταση. Αν κάποια στιγμή καταφέρουμε να επιλύσουμε τα ζητήματα αυτά, θα έχουμε μια μακρά και βιώσιμη ειρήνη στην περιοχή μας».
Για την ώρα, πρόσθεσε, δεν έχουν τεθεί τα ζητήματα αυτά. «Είναι χρήσιμο στο επόμενο διάστημα να τα συζητήσουμε. Αυτό θα το κρίνουν ο δύο ηγέτες που θα έχουν την ευκαιρία το επόμενο διάστημα να βρεθούν περισσότερες φορές».
Σημείωσε δε πως μολονότι είχαμε 63 κύκλους διερευνητικών επαφών στο παρελθόν, δε μπορέσαμε να φτάσουμε σε ένα σημείο να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε για την οριοθέτηση ή να παραπέμψουμε τη διαφορά σε διεθνή δικαιοδοσία.
«Η ιστορική στιγμή είναι κατάλληλη για να μπορέσουμε να κάνουμε τη συζήτηση αυτή και να φέρουμε στην πατρίδα μας μια μακρά και ευδόκιμη ειρήνη», τόνισε και πρόσθεσε πως το πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες αυτές εξαρτάται από δύο παράγοντες: Να εδραιωθεί περαιτέρω η καλή κατανόηση και ειλικρίνεια μεταξύ των μερών και να αποτιμήσουμε τις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί για να έχει παραχθεί ένα καλό και ωφέλιμο αποτέλεσμα.
Μόνο στις 7 Δεκεμβρίου, όπως υπενθύμισε, υπογράφηκαν 15 συνθήκες και μνημόνια. Αυτές θα πρέπει να αποτιμηθούν και «όταν βεβαιωθούμε ότι έχουν παραχθεί θετικά αποτελέσματα, έχει παγιωθεί ένα κλίμα ειλικρίνειας κα καλής κατανόησης θα προχωρήσουμε».
Ανέφερε ακόμη πως με προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και συντονισμό με την ΕΕ, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα για την επίσκεψη Τούρκων πολιτών σε 10 νησιά του Αιγαίου. Το πρόγραμμα αυτό, όπως τόνισε, πέρα από την τεράστια οικονομική αξία που έχει για τα νησιά μας, φέρνει κοντά τους πολίτες από τα δύο κράτη.«Τέτοιου τύπου συμφωνίες θέλουμε να φέρουμε. Να υπάρχει μια καλή διπλωματία σε επίπεδο πολιτών», επεσήμανε.
Σημείωσε πως αυτή την στιγμή συζητούμε για το μεταναστευτικό, την πολιτική προστασία, την υγεία, το διεθνές περιβάλλον και πρόσθεσε πως στα ζητήματα του Αιγαίου η θέση της ελληνικής πλευράς είναι αμετακίνητη, είναι η εθνική θέση ότι το θέμα οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι το μόνο ζήτημα το οποίο υφίσταται και μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας.
– Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αφήσουμε πίσω το Κυπριακό
Ερωτηθείς για το Κυπριακό, ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε πως «είναι πεποίθηση της ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων συμβάλλει θετικά και στις συζητήσεις για το Κυπριακό». Υπογράμμισε πως το ζήτημα τέθηκε χθες και η θέση της Ελλάδας είναι ότι θα πρέπει να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις μεταξύ των μερών υπό την αιγίδα της προσωπικής απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
«Το πεδίο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε δε μπορεί να είναι άλλο από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία», επανέλαβε. «Από τη δική μας πλευρά ασκούνται όλες οι αναγκαίες διπλωματικές πιέσεις», τόνισε και πρόσθεσε πως αργότερα σήμερα ο ίδιος θα συναντηθεί με την προσωπική απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ.
«Διατηρώ την ελπίδα ότι στο προσεχές διάστημα θα έχουμε συζητήσεις για το ζήτημα αυτό», υπογράμμισε. «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αφήσουμε πίσω το Κυπριακό».
Ερωτηθείς για την απόφαση της Τουρκίας για μετατροπή της Μονή της Χώρας σε μουσουλμανικό τέμενος, σημείωσε πως η Ελλάδα αποδίδει «ιδιαίτερη έμφαση στο να διατηρηθεί ο οικουμενικός, πολιτιστικός χαρακτήρας της Μονής».
«Έχει να κάνει με τη δυνατότητα όλων να μπορέσουν να δουν τους πολιτιστικούς θησαυρούς που βρίσκονται μέσα στην Μονή της Χώρας. Είναι απολύτως αναγκαίο να διατηρηθεί ο μουσειακός χαρακτήρας του μνημείου», ανέφερε και τόνισε πως το ζήτημα τέθηκε με ιδιαίτερη έμφαση.
«Ο πρόεδρος Ερντογάν την ευαισθησία της ελληνικής πλευράς και η ελπίδα μου είναι ότι το επόμενο διάστημα θα έχουμε εξέλιξη για το ζήτημα αυτό», σημείωσε. «Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του να είναι ακάλυπτα τα ψηφιδωτά αυτά».
«Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνονται οι συζητήσεις αυτές έτσι ώστε να μπορούν να κατανοούν και οι δύο πλευρές ποιες είναι οι ευαισθησίες της άλλης πλευράς».
Απαιτούμε τη συμμόρφωση προς τη Συμφωνία των Πρεσπών
Απαντώντας στην αντίδραση της αντιπολίτευσης για το ζήτημα της Βόρειας Μακεδονίας, τη χαρακτήρισε «επίπλαστη και ιδιαίτερα απλή ανάγνωση της σύνθετης κατάστασης»
«Δεν υπάρχει καμία απολύτως ικεσία εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Η ελληνική πλευρά απαιτεί την τήρηση των συμφωνημένων. Από τη στιγμή που μια διεθνής συνθήκη κυρώνεται στα κοινοβούλια αποκτά ισχύ ανώτερη και από το νόμο. Δεν μπορεί κανένα από τα δύο κράτη μονομερώς να αναθεωρήσει τη διαφωνία αυτή, ακόμη και όταν διαφωνεί», ανέφερε.
Σημείωσε πως υπάρχει διαφορετική θεσμική αντιμετώπιση στα δύο κράτη, καθώς, όπως σχολίασε, η ελληνική κυβέρνηση, ως αντιπολίτευση, «είχε διατυπώσει τη διαφωνία της σε επιμέρους κεφάλαια που είχαν να κάνουν με γκρίζα θέματα που εν δυνάμει θα μπορούσαν να προκαλέσουν εντάσεις και φαίνεται ότι πράγματι προκαλούν».
«Παρά ταύτα όταν ήρθαμε στην κυβέρνηση και στο πλαίσιο της συνέχειας του κράτους, αλλά κα της συνταγματικής επιταγής ότι δε μπορεί η οποιαδήποτε κυβέρνηση να αναθεωρεί μονομερώς συνθήκες, εμείς την εφαρμόσαμε και απαιτήσαμε τη συμμόρφωσή της και από την άλλη πλευρά και αυτό θα συνεχίσουμε να πράττουμε».
Ανέφερε δε ότι «δε θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη δικαίωση της πολιτικής, να εξαρτάται η κύρωση των μνημονίων από την πλήρη συμμόρφωση, από το ότι συνέβη».
«Εμείς θα φέρουμε στη Βουλή τα μνημόνια όταν πειστεί η ελληνική πλευρά ότι υπάρχει πλήρης συμμόρφωση».
«Η ονομασία εμφανίζεται στη Συμφωνία των Πρεσπών και δε μπορεί υπό οποιαδήποτε συνθήκη να τροποποιηθεί. Δεν τίθεται επουδενί ζήτημα τροποποίησης», ανέφερε.
Σημείωσε πως αυτή τη στιγμή δεν είναι μόνο η πίεση την οποία ασκεί η Ελλάδα, αλλά και η πίεση που ασκείται εντός και αναφέρθηκε στην ανακοίνωση που υπήρξε από το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο δικαιοσύνης της Βόρειας Μακεδονίας που χαρακτηρίζει ανυπόστατη την ορκωμοσία.
Η ελληνική πλευρά, όπως τόνισε, «αντέδρασε με ετοιμότητα και με εξαιρετικά γρήγορα αντανακλαστικά, με πρωτοβουλίες του υπουργείου Εξωτερικών ενημερώθηκαν άμεσα οι κοινοτικές αρχές, υπήρξαν άμεσες ανακοινώσεις από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του εκπροσώπου της ΕΕ και πολλές χώρες εξέδωσαν ανακοίνωση προς την κατεύθυνση αυτή».
«Εμείς απαιτούμε τη συμμόρφωση προς τη Συμφωνία των Πρεσπών. Θα διαμορφώσουμε το πλαίσιο έτσι ώστε να υπάρξει πλήρης εφαρμογή», σημείωσε. «Δεν είναι θέμα αυτοδιάθεσης του κάθε αξιωματούχου πολιτικού, είναι θέμα τήρησης των συμφωνηθέντων».
Υπογράμμισε δε πως ρητά συνιστά προϋπόθεση για την ενταξιακή της πορεία η πιστή και καλή τη πίστει εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών.
‘Ακαιρη η επίσκεψη του κ. Ράμα
Σε ότι αφορά την Αλβανία επεσήμανε πως «το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα των μειονοτήτων οι εγγυήσεις του κοινοτικού κεκτημένου δεν είναι ένα διμερές ζήτημα, είναι ένα ζήτημα αμιγώς ευρωπαϊκό».
«Εμείς είμαστε υπέρ της ειρήνης και της ευρωπαϊκής πορείας όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων, όμως θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι υποχωρήσεις σε θεμελιώδη δε μπορούν να γίνουν».
Υπενθύμισε πως το πρώτο κεφάλαιο που θα ανοίξει για την ενταξιακή πορεία της Αλβανίας είναι η τήρηση των θεμελιωδών ελευθεριών, όπου θα τεθούν όλα τα θέματα που αφορούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, των πολιτικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών.
«Στην Ευρώπη υπάρχει πλήρης κατανόηση του φαινομένου και όταν έρθει η ώρα η Ελλάδα θα θέσει τα ζητήματα στην αντικειμενική τους διάσταση», ανέφερε. «Εμείς δεν πρόκειται να κάνουμε συναλλακτικές πολιτικές. Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι κάθε κράτος που μπαίνει στην ευρωπαϊκή οικογένεια μπαίνει με όρους δημοκρατίας και κράτους δικαίου».
Πράγματι, όπως επανέλαβε «ήταν άκαιρη» η επίσκεψη του κ. Ράμα, καθώς είμαστε ένα χρόνο πριν τις εκλογές της Αλβανίας και μόλις λίγες μέρες πριν από τις εκλογές στην Ελλάδα για την ανάδειξη των μελών του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
Όμως, πρόσθεσε, «η Ελλάδα είναι ένα κράτος δικαίου, είναι μια δημοκρατία, ποτέ δεν πρόκειται να απαγορεύσει σε ένα Ευρωπαίο ηγέτη να έρθει και να απευθυνθεί στη διασπορά του».
«Όταν η αντιπολίτευση αναφέρει να είσαι πιο αυστηρός, εννοούν να απαγορεύσουν την είσοδο στον κ. Ράμα; Η απάντηση είναι σαφής, όχι. Εμείς θα παραμείνουμε με το οποιοδήποτε πολιτικό τίμημα να έχουμε μια αυστηρή πολιτική αρχών, πιστή εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Υποχώρηση σε ότι αφορά τα θεμελιώδη η κυβέρνηση δε θα κάνει.»
Τέλος, ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε ότι αύριο το πρωί θα ενημερώσει την αρμόδια επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της Βουλής, ενώ τις επόμενες ημέρες θα υποδεχθεί τον Αιγύπτιο ΥΠΕΞ.
Ν. Στ.