Γ. Παπαηλιού στην POLITIC: «Η εντολή Μητσοτάκη είναι όλα στο σκοτάδι»

«Είναι προφανές, ότι το “όλα στο φως” του πρωθυπουργού είναι προσχηματικό. Η εντολή του είναι “όλα στο σκοτάδι”», υπογραμμίζει, με συνέντευξή του στην politic.gr, ο Γιώργος Παπαηλιού. Ο βουλευτής Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία επισημαίνει πως το κόμμα του κι όλα τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης θα χρησιμοποιήσουν όλα τα νόμιμα μέσα ούτως ώστε να λάμψει η αλήθεια και η χώρα να μην επανέλθει σε ζοφερές καταστάσεις που ανάγονται στο μακρινό παρελθόν: «Αυτή η θεσμική εκτροπή έπρεπε να έχει ως πολιτική συνέπεια την παραίτηση του πρωθυπουργού».

Συνέντευξη στον Γιάννη Συμεωνίδη

propoli

Όσον αφορά την ενεργειακή κρίση, ο κ. Παπαηλιού παρατηρεί πως δεν ξεκίνησε με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά οφείλεται στην κυβερνητική πολιτική, μέσω της οποίας οι τιμές του ρεύματος διαμορφώνονται αποκλειστικώς βάσει του χρηματιστηρίου ενέργειας, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες είχαν συνάψει και σταθερά συμβόλαια στην χονδρεμπορική αγορά εκτός χρηματιστηρίου: «Το μόνο που πράττουν, είναι, με τα επιδόματα που χορηγούν, να ενισχύουν την αισχροκέρδεια και να προσθέτουν κέρδη στους παραγωγούς- παρόχους, απομυζώντας τους Έλληνες φορολογούμενους κι αυξάνοντας το δημόσιο χρέος». Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, εξάλλου, προσθέτει, ως προς την απολιγνιτοποίηση, πως το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης που έχει συνταχθεί κι εγκριθεί από την κυβέρνηση είναι «εκτός τόπου και χρόνου».

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη Παπαηλιού:

Ποια είναι η εκτίμησή σας; Θα μάθουμε όλες τις διαστάσεις του σκανδάλου των παρακολουθήσεων, έχοντας υπόψη και το αρνητικό προηγούμενο άλλων εξεταστικών επιτροπών της Βουλής; Είναι ικανό αυτό το ζήτημα να οδηγήσει σε πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη;

Οι αντισυνταγματικές και παράνομες παρακολουθήσεις από πλευράς του Μεγάρου Μαξίμου – του πρωθυπουργού (και μάλιστα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ και δημοσιογράφων) συνιστούν θεσμική εκτροπή. Είναι απόρροια της θεσμοθέτησης του «επιτελικού κράτους» του «συστήματος Μητσοτάκη», το οποίο στην πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι είναι «επιτελικό παρακράτος».

Αυτή η θεσμική εκτροπή έπρεπε να έχει ως πολιτική συνέπεια την παραίτηση του πρωθυπουργού.

Και αυτό, διότι ο πρωθυπουργός έχει προσωπική πολιτική ευθύνη, αφού η εποπτεία της ΕΥΠ ανήκει πλέον στον πρωθυπουργό-στο Μέγαρο Μαξίμου με νομοθετική πρωτοβουλία του ιδίου αμέσως μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, πέραν και άλλου είδους ευθυνών. Και μάλιστα, με άλλη νομοθετική πρωτοβουλία, προέβη σε μείωση των προσόντων του επικεφαλής της ΕΥΠ, προκειμένου να τοποθετήσει στη συγκεκριμένη θέση τον εκλεκτό του κ. Κοντολέοντα που δεν είχε πτυχίο ΑΕΙ.
Η εκπαραθύρωση του διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου και του διοικητή της ΕΥΠ από τον πρωθυπουργό δεν συνιστούν ανάληψη πολιτικής ευθύνης, αφού στον μεν διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου- ανιψιό του πρωθυπουργού, που είναι μετακλητός υπάλληλος, δεν μπορούν να «φορτωθούν» πολιτικές ευθύνες, ο δε διοικητής της ΕΥΠ που διορίστηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, και μάλιστα με τον παραπάνω περιγραφέντα τρόπο δεν μπορεί να αναλάβει πολιτικές ευθύνες.

Η άγνοια για τις παράνομες παρακολουθήσεις που επικαλείται ο πρωθυπουργός, δεν «στέκει λογικά» με κανένα τρόπο, δεν πείθει ούτε νήπια.
Και αν πράγματι– που βέβαια δεν συμβαίνει– υφίσταται άγνοια από τον πολιτικό προϊστάμενό της-τον πρωθυπουργό, σημαίνει ότι η ΕΥΠ είναι ανεξέλεγκτη, αφού «δεν δίνει λογαριασμό» σε κανέναν και ότι ο πρωθυπουργός ανίκανος να ασκήσει τα καθήκοντά του.

Αν ο πρωθυπουργός είχε στοιχειώδη ευαισθησία, θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί και η χώρα να είχε οδηγηθεί σε εκλογές, προκειμένου να επέλθει η κάθαρση. Αυτό γίνεται στα δημοκρατικά πολιτεύματα.

Αυτές οι κυβερνητικές κινήσεις και όλες οι άλλες που τις συνοδεύουν (όπως ενδεικτικά η επίκληση του «επιχειρήματος» του απορρήτου έναντι της Βουλής (της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και της Εξεταστικής Επιτροπής), που δεν ισχύει, τα «κλειστά» στόματα των κληθέντων μαρτύρων στην αρμόδια Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας με επίκληση του απορρήτου, η επιχείρηση αντιθεσμικής δήθεν ενημέρωσης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, από τον αναρμόδιο υπουργό Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτη που μάλιστα δηλώνει ότι δεν γνωρίζει κάτι, ο δημόσιος εκβιασμός των μαρτύρων από τη βουλευτή- αδελφή του πρωθυπουργού, η καταστροφή (;) των φακέλων Ανδρουλάκη και Κουκάκη κλπ. σε συνδυασμό με την άρνηση των δικαστικών αρχών να επιληφθούν αρμοδίως, αμέσως και με ταχύτητα επί ενός τόσο σοβαρού θέματος που άπτεται της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, του κράτους δικαίου και των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών– δυστυχώς κάποιοι από τους δικαστικούς λειτουργούς εμφανίζονται «πρόθυμοι» να ανταποκριθούν ακόμη μία φορά προς την κυβερνητική βούληση– και βέβαια με την αρχικά απόκρυψη του θέματος και στη συνέχεια την υποβάθμισή του και την προβολή «συμψηφιστικών» λογικών από τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ή μάλλον παραπληροφόρησης, που εξακολουθούν να αποτελούν προπαγανδιστικό μηχανισμό της κυβέρνησης της ΝΔ του «συστήματος Μητσοτάκη», συνιστούν επιχείρηση συγκάλυψης-συσκότισης.
Είναι προφανές, ότι το «όλα στο φως» του πρωθυπουργού είναι προσχηματικό. Η εντολή του είναι «όλα στο σκοτάδι».

Από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και όλων των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης θα χρησιμοποιηθούν όλα τα νόμιμα μέσα, ούτως ώστε να λάμψει η αλήθεια και η χώρα να μην επανέλθει σε ζοφερές καταστάσεις που ανάγονται στο μακρινό παρελθόν.

Όλη η Ευρώπη βλέπει μπροστά της το χειμώνα με αγωνία λόγω της ενεργειακής κι όχι μόνο ακρίβειας. Μήπως, συνεπώς, αποδίδετε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη πολύ περισσότερες ευθύνες από αυτές που της αναλογούν δεδομένου ότι μιλάμε για παγκόσμια κρίση;

Στη χώρα μας, η ενεργειακή κρίση, με την ουρανομήκη αύξηση των τιμών της ενέργειας, δεν είχε διεθνή αφετηρία. Ξεκίνησε πολύ πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και οφείλεται στην κυβερνητική πολιτική, μέσω της οποίας οι τιμές του ρεύματος διαμορφώνονται αποκλειστικά βάσει του χρηματιστηρίου ενέργειας, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες είχαν συνάψει και σταθερά συμβόλαια στην χονδρεμπορική αγορά εκτός χρηματιστηρίου.
Η ενεργειακή κρίση, επιτάθηκε μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία λαμβάνοντας πλέον διεθνή χαρακτηριστικά.

Οι τιμές του ηλεκτρικού και των καυσίμων, αλλά και των ειδών πρώτης ανάγκης, έχουν εκτιναχθεί.
Κάθε κράτος προσπάθησε να την αντιμετωπίσει με τις δικές του πολιτικές. Οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας προέβησαν σε ρυθμιστικές παρεμβάσεις, την αποσύνδεση της τιμής του ρεύματος από το φυσικό αέριο και την εισαγωγή πλαφόν στη χονδρική τιμή.

Αντιθέτως, η κυβέρνηση της ΝΔ, αφού, εν μέσω κρίσης, προέβη στην ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών δικτύων και της ΔΕΗ, με συνέπεια το Δημόσιο να μην έχει πλέον εργαλεία παρέμβασης στον τομέα της ενέργειας, συνέχισε και συνεχίζει τη λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος, με τις τιμές του ηλεκτρικού και των καυσίμων να εκτινάσσονται. Ως προς αυτές, η Ελλάδα έχει καταστεί πρωταθλήτρια και πάντως βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη.

Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν παρεμβαίνει στον πυρήνα του προβλήματος, που είναι η εκτόξευση της χονδρεμπορικής τιμής και η αποκόμιση υπερκερδών-«ουρανομήκων» κερδών από τους παραγωγούς-παρόχους ενέργειας. Αυτά τα κέρδη, αφού αρχικά τα αμφισβήτησε ο πρωθυπουργός, στη συνέχεια εξήγγειλε τη φορολόγησή τους, επιχειρώντας παράλληλα, με διάφορες μεθοδεύσεις και τεχνάσματα, να τα εμφανίσει όσο γίνεται μικρότερα. Πάντως η φορολόγησή τους δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη.
Το μόνο που πράττει, είναι, με τα επιδόματα που χορηγεί, να ενισχύει την αισχροκέρδεια και να προσθέτει κέρδη στους παραγωγούς-παρόχους, απομυζώντας τους Έλληνες φορολογούμενους και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος.

Η κατάσταση «έχει ξεφύγει». Η νεοφιλελεύθερη λογική της ανεξέλεγκτης αγοράς απέτυχε-αποτυγχάνει να λύσει το πρόβλημα και επιβάρυνε-επιβαρύνει μέχρις εξαντλήσεως την οικονομία και κοινωνία.
Η ακρίβεια αποτελεί τον εφιάλτη για τα μεσαία και λαϊκά στρώματα.
Απαιτείται, η περιέλευση της ενέργειας υπό δημόσιο έλεγχο, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε αυτό το κοινωνικό αγαθό, και ειδικότερα η επαναφορά του «Δ» στη ΔΕΗ, ώστε να επιτελεί τον κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο της, και να μη λειτουργεί για τα χρηματιστηριακά κέρδη και τα μπόνους των «γαλάζιων χρυσών παιδιών».

Προτείνονται δε, ανώτατος συντελεστής κέρδους 5 % στη χονδρεμπορική αγορά, ώστε να μην αφήνονται παράθυρα για υπερκέρδη, υποχρεωτικό ποσοστό σταθερών συμβολαίων στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αποσύνδεση της τιμής χονδρικής από το φυσικό αέριο, μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στην ενέργεια και δραστική μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης, αύξηση των μισθών και ημερομισθίων, προστασία από τις αποκοπές για τους καταναλωτές που αδυνατούν να πληρώσουν τη ληστρική ρήτρα αναπροσαρμογής «Μητσοτάκη», που συμπεριλαμβάνεται ακόμη στους λογαριασμούς, ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας με προσλήψεις της ΔΕΗ στα λιγνιτωρυχεία ώστε να διασφαλιστεί η συμμετοχή του λιγνίτη στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής κατά 20 % σε μόνιμη βάση,ισχυροποίηση του ελέγχου στην ενεργειακή αγορά, διότι δε νοείται αντιμετώπιση της κρίσης με ασυδοσία και αισχροκέρδεια.

Και η Μεγαλόπολη πέφτει θύμα της απολιγνιτοποίησης. Τι θα πρέπει να γίνει ώστε η πράσινη μετάβαση να μην αφήσει πίσω της κατεστραμμένες περιοχές και κατοίκους;

Η Μεγαλόπολη (και οι άλλες λιγνιτικές περιοχές βέβαια) έχει σηκώσει σημαντικό βάρος της ηλεκτροδότησης της χώρας εδώ και δεκαετίες, εις βάρος της γης, του περιβάλλοντος της περιοχής, της υγείας των κατοίκων αλλά και της απουσίας ισόρροπης ανάπτυξης. Και αυτό, διότι η Μεγαλόπολη και η ευρύτερη περιοχή, ως οικονομία και κοινωνία, δομήθηκε περί το εργοστάσιο της ΔΕΗ, με συνέπεια να μην εξεταστούν και να μην αξιοποιηθούν άλλα πεδία ανάπτυξης. .
Η κλιματική κρίση αποτελεί παγκόσμια πρόκληση, η οποία επιβάλλει αλλαγές στην ενεργειακή πολιτική. Σε αυτές, οι οποίες συνδέονται με τη λεγόμενη «πράσινη» ανάπτυξη, εμπλέκονται και συγκρούονται μεγάλα συμφέροντα.
Η αποφασισθείσα από την κυβέρνηση της ΝΔ βίαιη απολιγνιτοποίηση, η απουσία σχεδιασμού για τις λιγνιτικές περιοχές, εν προκειμένω για τη Μεγαλόπολη, και η ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών υποδομών της χώρας έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδα, τόσο την ισορροπία και επάρκεια του ενεργειακού συστήματος, όσο και τη βίαιη διάρρηξη της οικονομικής και κοινωνικής βάσης της Μεγαλόπολης.
Το κυβερνητικό σχέδιο για την υποκατάσταση του λιγνίτη από το φυσικό αέριο, με ιδιωτικές μονάδες, έχει ως συνέπεια, η διαμόρφωση του ενεργειακού μίγματος, ο ενεργειακός σχεδιασμός, η ανταγωνιστικότητα, η ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας και η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα να γίνεται βάσει ιδιωτικών συμφερόντων.
Η εν εξελίξει ενεργειακή κρίση, με την εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου ανάγκασε την κυβέρνηση «να κάνει» στροφή και να εξαγγείλει την επαναλειτουργία των λιγνιτικών μονάδων. Όμως αυτό γίνεται πρόχειρα, χωρίς σχεδιασμό και αφού προηγουμένως είχε διακόψει τη λειτουργία τους (των λιγνιτικών μονάδων) ή προωθούσε βίαια τη διακοπή της, απομακρύνοντας το προσωπικό και μην εξασφαλίζοντας τις απαραίτητες ποσότητες λιγνίτη. Έτσι όλα είναι στον αέρα, αφού οι λιγνιτικές μονάδες δεν ανοίγουν και κλείνουν με το «πάτημα» ενός κουμπιού.
Η περίοδος της απολιγνιτοποίησης– βέβαια με την εξέλιξη των πραγμάτων αυτή «πηγαίνει πίσω»– είναι μια εποχή προσαρμογής και λήψης μέτρων και κρίσιμων αποφάσεων για τη Μεγαλόπολη.
Το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης που έχει συνταχθεί και εγκριθεί από την κυβέρνηση, είναι «εκτός τόπου και χρόνου».
Ενδεικτικά, δεν περιλαμβάνεται σε αυτό συγκεκριμένη πολιτική για τις ενεργειακές κοινότητες, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν τον πυλώνα μιάς πολιτικής που να έχει ως βάση την ενεργειακή δημοκρατία, και που να οδηγεί στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, του ενεργειακού αποκλεισμού και στην εμπέδωση της ενεργειακής ασφάλειας.
Αυτά που χρειάζεται η περιοχή, είναι η δημιουργία μόνιμων θέσεων εργασίας, εισόδημα για τους κατοίκους και προοπτικές για να μπορέσουν να ζήσουν οι νέοι.
Απαιτείται χρόνος, ούτως ώστε να καταρτιστεί ένα ειδικό πρόγραμμα ανάπτυξης της Μεγαλόπολης και της ευρύτερης περιοχής, με την ενεργό συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, και όχι ερήμην της, όπως πράττει η κυβέρνηση της ΝΔ. Διαφορετικά η Μεγαλόπολη θα καταστεί «κρανίου τόπος».

Δείτε επίσης: Ανδρουλάκης: «Παράνομη και αντισυνταγματική η παρακολούθηση Ευρωβουλευτή σύμφωνα με Συνταγματολόγους»

Loading