«Θέλω να είμαι σαφής. Η έρευνα, όπως επίσης και η πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου επιτρέπεται και διασφαλίζεται απολύτως από το διεθνές δίκαιο. Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου επιτρέπουν απολύτως την έρευνα και την πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου και άρα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να υπάρξει η οποιαδήποτε παρεμπόδιση εκ μέρους άλλου κράτους. Αυτό άλλωστε αποδεικνύει το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έργο για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία είναι γνωστό ότι περνάει από μία πάρα πολύ αυστηρή κρίση πριν δώσει οποιοδήποτε ποσό από τον κοινοτικό προϋπολογισμό».
Αυτό δήλωσε χαρακτηριστικά στη Βουλή, ο Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης απαντώντας σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του προέδρου της ΝΙΚΗΣ, Δημήτρη Νατσιού.
«Πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης είναι να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί το έργο αυτό. Το όποιο γεωπολιτικό ρίσκο δεν θεωρούμε σε καμία περίπτωση ότι μπορεί να εμποδίσει την συνέχιση του έργου για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου. Η ελληνική πολιτεία θεωρεί ότι δεν θα υπάρχει πρόβλημα σχετικά με αυτό που ονομάζουμε γεωπολιτικό ρίσκο», επεσήμανε ο έλληνας Υπουργός Εξωτερικών.
Ο κ. Γεραπετρίτης χαρακτήρισε την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, «ένα έργο πολύ μεγάλης σημασίας διότι αίρει την ενεργειακή απομόνωση της Μεγαλονήσου και στην πραγματικότητα θα δώσει μία πολύ μεγάλη ανακούφιση στους κύπριους πολίτες όσον αφορά τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας που είναι πολύ ακριβές».
«Πρόκειται για ένα έργο κοινού ενδιαφέροντος της ΕΕ η οποία και παρέσχε την προστασία της στο πρόγραμμα αυτό και βεβαίως το έχει εν μέρει χρηματοδοτήσει. Το ζήτημα της σκοπιμότητας του έργου δεν αμφισβητείται. Υπάρχει ένα τεχνικό θέμα οικονομικής βιωσιμότητας, έχει να κάνει με το ρυθμιστικό περιβάλλον και αυτό βρίσκεται σε συζητήσεις μεταξύ των μερών. Εξαρτάται πρωτίστως από το ρυθμιστικό πλαίσιο της Κύπρου για αυτό το λόγο θα υπάρξουν συναντήσεις το αμέσως προσεχές διάστημα», είπε.
Από την πλευρά του, ο κ. Νατσιός, κατηγόρησε την κυβέρνηση για «μυστική εξωτερική πολιτική», αλλά και για «υποχωρήσεις στις προκλητικές και παράνομες αξιώσεις της Τουρκίας, όπως έγινε στη Κάσο», και κάλεσε τον κ. Γεραπετρίτη να εξηγήσει «γιατί δεν επεκτείνει η χώρα μας τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια» και να αποσαφηνίσει «ποιες είναι οι κόκκινες εθνικές γραμμές στο Ιόνιο και στο Αιγαίο».
«Επειδή στο δημόσιο λόγο κυκλοφορούν ειδήσεις οι οποίες είναι προδήλως ανυπόστατες, δεν έχουν κανένα απολύτως έρεισμα στην πραγματικότητα, και καλό είναι σε κάθε περίπτωση να διατηρούμε επιφυλάξεις για διάφορα δημοσιεύματα τα οποία αποτελούν αποκυήματα φαντασίας, δεν έχουν καμία απολύτως ανταπόκριση στην πραγματικότητα και περισσότερο δημιουργούν εθνικούς κινδύνους παρά ενημερώνουν», αντέτεινε ο κ. Γεραπετρίτης και πρόσθεσε:
«Θα είμαι σαφής. Η κυριαρχία μας, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα αποτελούν σε πλήρη έκταση τις κόκκινες γραμμές μας. Η επέκταση των χωρικών μας υδάτων αποτελεί κυριαρχικό αναπαλλοτρίωτο αναφαίρετο δικαίωμα της ελληνικής πολιτείας και θα ασκηθεί με τον τρόπο και κατά τον χρόνο που θα κριθεί από την ελληνική δημοκρατία ότι είναι ορθός και κατάλληλος».
Παράλληλα, διέψευσε κατηγορηματικά ότι, «υπήρξε εκ μέρους της Ελλάδος η οποιαδήποτε αναγνώριση κυριαρχικού δικαιώματος ή αξίωσης εκ μέρους της Τουρκίας για την έρευνα στη Κάσο», επισημαίνοντας ότι «ολοκληρώθηκε απολύτως 100% με βάσει τον προγραμματισμό της και καμία απολύτως αξίωση τουρκική δεν αναγνωρίστηκε».
«Δεν υπήρξε καμία απολύτως υποχώρηση εκ μέρους της ελληνικής πλευράς και δεν αναγνωρίστηκε με κανέναν τρόπο οποιοδήποτε δικαίωμα της Τουρκίας επί του εδάφους. Υφίσταται το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο είναι παράνομο και ανυπόστατο, και εξ αυτού εγείρει αξιώσεις η Τουρκία. Η Ελλάδα δεν το αναγνωρίζει και θεωρούμε ότι δεν υφίσταται καμία αξίωση. Πράγματι υπήρξε παρουσία τουρκικών πλοίων στην περιοχή, είναι πάγια τακτική της Τουρκίας να παρίστανται πλοία της οποτεδήποτε υπάρχει κίνηση που κατά την Τουρκία άπτεται της δικής της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ», ανέφερε.
Όπως είπε ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών, «η Ελλάδα κρατά μια στάση εθνικά ισχυρή και περήφανη και δεν πρόκειται να αποστούμε με κανένα τρόπο ούτε από την κυριαρχία μας ούτε από τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».
«Είναι αυτονόητο ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στην εθνική γραμμή. Από την άποψη της διπλωματικής της ισχύος βρίσκεται στο πιο υψηλό σημείο που έχει βρεθεί ποτέ, έχει μία εξαιρετικά καλή θέση στο διεθνές στερέωμα, έχει μία πολύ ισχυρή εθνική άμυνα και μία ισχυρή οικονομία σε ανάπτυξη», σημείωσε.
Στη συνέχεια, απέρριψε τις αιχμές του κ. Νατσιού για μυστική διπλωματία, αντιτείνοντας ότι κάθε φορά που συναντάται ο τούρκος πρόεδρος με τον έλληνα πρωθυπουργό, εκδίδεται πάντοτε ανακοινωθέν και ο ίδιος αμέσως μετά δίνει συνέντευξη για να ενημερώσει ποια ήταν τα αποτελέσματα των συζητήσεων.
«Δεν υπήρξε καμία περίπτωση κατά την οποία να μην υπάρχει πλήρης, διαφανής και σε βάθος ενημέρωση του ελληνικού λαού μετά την οποιαδήποτε συνάντηση των δύο ηγετών. Μυστική διπλωματία δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει», τόνισε χαρακτηριστικά.
Έμφαση έδωσε ο κ. Γεραπετρίτης και στις σχέσεις Ελλάδος-Αιγύπτου τονίζοντας ότι είναι «στρατηγικής σημασίας, δεν θίγονται, δεν βάλλονται και δεν υποβαθμίζονται».
«Η Ελλάδα θέλει όλες οι χώρες να βρίσκονται σε μία αγαστή διπλωματική σχέση γιατί είναι προς το συμφέρον της περιφερειακής και της διεθνούς ειρήνης να μπορούν να συζητούν οι χώρες και να μην βρίσκονται σε κατάσταση αντιπαλότητας και εχθροπάθειας. Πλην όμως στρατηγική σχέση σε μία ευρύτερη περιφέρεια μπορεί να υπάρξει μόνο μία μεταξύ δύο κρατών και η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου είναι στρατηγική, δεν θίγεται, δεν βάλλεται και δεν υποβαθμίζεται.
Είμαι σε διαρκή συζήτηση και επικοινωνία με τον Αιγύπτιο ομόλογό μου και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η στρατηγική σχέση Ελλάδας και Αιγύπτου βρίσκεται στο απόγειο της και θα συνεχίσει να βρίσκεται σε αυτό το υψηλό επίπεδο», είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Γεραπετρίτης υπεραμύνθηκε της συνέχισης του ελληνοτουρκικού διαλόγου, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ούτε εγώ ούτε κανένας υπουργός Εξωτερικών θα μπορούσε ποτέ να είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι από τη μια μέρα στην άλλη η Τουρκία θα αποστεί θεμελιωδών θέσεων της.
Εξάλλου, το ότι διατηρούμε τις βασικές μας θέσεις, αποτελεί και μία παραδοχή η οποία έχει ενσωματωθεί και στην διακήρυξη των Αθηνών. Εκείνο το οποίο λέμε είναι ότι θα πρέπει με ρεαλισμό, με σωφροσύνη, με σύνεση, να προχωρούμε βήμα-βήμα για να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε, στο μέτρο του δυνατού, τις σχέσεις μας με την Τουρκία. Νομίζω όλοι θα συμφωνήσουμε ότι το να έχουμε καλές σχέσεις με όλους μας τους γείτονες, συμβάλει στην ειρήνη και στην ευημερία της χώρας μας και της περιφέρειας μας. Δεν νομίζω να υπάρχει κανένας βουλευτής ο οποίος θα έλεγε ότι δεν είναι σημαντικό να μπορούμε να συνομιλούμε με την Τουρκία. Το ότι συνομιλούμε δεν σημαίνει, και δεν πρόκειται να σημάνει ποτέ, ότι κάνουμε την οποιαδήποτε παραχώρηση σε σχέση με τα δίκαια που μας αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο».
Τέλος, ο έλληνας Υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε ότι «μία συμφωνία κάποια στιγμή σε σχέση με την οριοθέτηση των ζωνών αυτών θα σήμαινε στην πραγματικότητα, την επίλυση του βασικού υποκείμενου ζητήματος το οποίο έχουμε με την Τουρκία και θα διασφάλιζε στην πραγματικότητα μία μακρά και βιώσιμη ειρήνη στην περιοχή μας».
«Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνον αν υπήρξε πλήρης σεβασμός στο διεθνές δίκαιο, στο οποίο η χώρα μας ιστορικά αποδίδει πάρα πολύ μεγάλη σημασία.
Η Ελλάδα είναι σήμερα σε θέση ισχύος έτσι ώστε να μπορεί να συζητεί για τα θέματα αυτά και να μπορεί -σεβόμενη το διεθνές δίκαιο και υποστηρίζοντας τις εθνικές γραμμές χωρίς καμία παραχώρηση- να συζητά και να φέρνει λύσεις οι οποίες θα είναι ωφέλιμες για τον ελληνικό λαό γιατί το κρίσιμο είναι να βρισκόμαστε σε μία περίοδο ειρήνης και οι έλληνες πολίτες να αισθάνονται ασφάλεια, αλλά και οι επόμενες γενιές να βρουν μια Ελλάδα η οποία θα είναι εθνικά υπερήφανη, ασφαλής σε ειρήνη και ευημερία», κατέληξε ο κ. Γεραπετρίτης.